Γνώση και πάθος στη νεότερη φιλοσοφία
€16.00
€17.70 €16.00
Στις ιδιωτικές του συζητήσεις ο Χέλμουτ Πλέσνερ συνήθιζε να χαρακτηρίζει τη μουσική ως summum humanum, ανθρώπινη κορύφωση, αναγνωρίζοντας τη θεμελιώδη σημασία της τέχνης αυτής για τη φιλοσοφική ανθρωπολογία και βλέποντας σε αυτήν το κλειδί για την επίλυση αισθητικών και φιλοσοφικών προβλημάτων.
Στην αμιγώς ενόργανη, «καθαρή» μουσική, όπως την αποκαλεί, σε μια μουσική που μπορεί να σταθεί ως τέχνη χωρίς εικόνες και λέξεις, τον ελκύει εκείνη η μοναδική συγχώνευση νοήματος και ήχου, νου και αισθητικότητας, που δείχνει να διαψεύδει τον καρτεσιανό δυισμό στην πράξη. Το να συμβαίνει όμως κάτι τέτοιο στην επικράτεια μιας αίσθησης, της ακοής, ωθεί τον Πλέσνερ στην αναζήτηση κάτι αντίστοιχου και στην επικράτεια της όρασης. Ανακαλύπτοντάς το στην ευκλείδεια γεωμετρία, στις έμπλεες νοήματος κατασκευές της οποίας συντελείται η ίδια συγχώνευση νου και αισθητικότητας, ο Πλέσνερ είναι βέβαιος πως μεταξύ νου, αισθητικότητας και σωματικής κίνησης –γιατί τέτοιες είναι η μουσική και η ένσκοπη πράξη με τη λανθάνουσα γεωμετρία της– υπάρχουν δομικές αντιστοιχίες τις οποίες η φιλοσοφία δεν μπορεί να αγνοεί.
Στο πρώτο κείμενο, ο Ζιράρ συμπυκνώνει τη θεωρία της μιμητικής επιθυμίας, που αποτελεί τη δική του συνεισφορά όχι μόνο στην κριτική της λογοτεχνίας -αυτό θα ήταν ένα πολύ στενό πλαίσιο-, αλλά και στην ιστορία της βίας, της θρησκείας και της επιθυμίας. Φραγμός στην ανθρώπινη επιθυμία δεν υπάρχει; όσα επιδιώκει ένα μεμονωμένο μέλος της κοινότητας μπαίνουν στο στόχαστρο των υπολοίπων. Και ακριβώς επειδή οι άλλοι τα εποφθαλμιούν, εκείνος τα λατρεύει διπλό. Διαφαίνεται εδώ το περίφημο “μιμητικό τρίγωνο”, που συνδέει τον επιθυμούντο, το επιθυμούμενο αντικείμενο και τον μεσολαβητή-πρότυπο.
Το δεύτερο κείμενο αφορά ένα γνωστό από τη βιβλιογραφία συνέδριο στο οποίο συμμετείχε ο Ζιράρ, αλλά ταυτόχρονα την άγνωστη εν πολλοίς συνάντησή του με τον Κορνήλιο Καστοριάδη. Στο Δεκαήμερο του Σεριζύ, με θέμα την “Αυτοοργάνωση”, οι δυο τους συγκρούονται για την ενδεχομενικότητα στις ανθρώπινες υποθέσεις. Ο καθολικός Ζιράρ -ο ίδιος τοποθετεί τη μεταστροφή του από τον σκεπτικισμό στον χριστιανισμό το 1958- απέναντι στον μαχητικό άθεο Καστοριάδη. Ο αφηγητής του Ιερού εντός της κοινωνίας απέναντι στον εισηγητή της αυτονομίας, που εξορίζει τη θρησκεία. Ο ντετερμινιστής, που αναζητά υπεριστορικούς κανόνες για τη θέσμιση των κοινωνιών, και ο υπέρμαχος του πολιτικού αναστοχασμού και της πράξεως.
Σχεδόν όλα όσα ονομάζουμε “ανώτερη καλλιέργεια” βασίζονται στην εκπνευμάτωση [] της βαναυσότητας []. Η επώδυνη ηδυπάθεια που εκπέμπει η τραγωδία, έχει βάση της το απάνθρωπο, το άγριο. Ο λεγόμενος έλεος της τραγωδίας, αλλά και καθετί υψηλό, ως τ’ ανώτερα και γλυκύτατα ρίγη της μεταφυσικής, αντλεί τη ηδύτητά του αποκλειστικά απ’ τα συστατικά της αγριότητας που περιέχει. Οι Ρωμαίοι με τις αρένες τους, οι Χριστιανοί μες στην έκσταση του Σταυρού, οι Ισπανοί με τα ικριώματα και τις ταυρομαχίες τους, [] οι εργάτες των παρισινών προαστίων που νοσταλγούν αιματηρές επαναστάσεις [] – όλοι απολαμβάνουν και ζητούν φλογερά να πιουν το μεθυστικό πιοτό της μεγάλης Κίρκης “Αγριότητας”.
Τὸ De finibus bonorum et malorum γράφτηκε μέσα σὲ λίγους μῆνες καὶ ὁλοκληρώθηκε τὸν Ἰούνιο τοῦ 45 π.Χ., ὅταν ὁ Κικέρων ἦταν 61 ἐτῶν. Θέμα τοῦ ἔργου ἀποτελεῖ μιὰ ἐκδοχὴ τοῦ σωκρατικοῦ ζητήματος «πῶς πρέπει νὰ ζοῦμε». Κεντρικὸ εἶναι τὸ ἐρώτημα ποιὸ θεωρεῖται τὸ μεγαλύτερο ἀγαθὸ (finis bonorum, summum bonum) ποὺ θὰ πρέπει νὰ ἐπιδιώκουμε καὶ ποιὸ τὸ μεγαλύτερο κακὸ ποὺ θὰ πρέπει νὰ ἀποφεύγουμε (finis malorum, summum malum). Οἱ ἀπαντήσεις δίνονται σὲ τρεῖς διαλόγους ἑνωμένους μεταξύ τους, στοὺς ὁποίους παρουσιάζονται κριτικὰ οἱ ἠθικὲς θεωρίες τοῦ Ἐπίκουρου (βιβλία I–II), τῶν στωικῶν (III–IV) καὶ τοῦ πλατωνικοῦ Ἀντίοχου (V). Συνεκτικὸ στοιχεῖο εἶναι ἡ σκεπτικιστικὴ μέθοδος τοῦ Κικέρωνα, ὁ ὁποῖος δηλώνει ὅτι ἐμπνέεται ἀπὸ τὸν Σωκράτη καὶ τὴ σκεπτικὴ Ἀκαδημία (τοῦ Ἀρκεσίλαου καὶ τοῦ Καρνεάδη). Τὸ ἔργο φιλοξενεῖ ἔτσι ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἐξεταζόμενες ἠθικὲς θεωρίες καὶ αὐτὴ τῆς σκεπτικῆς Ἀκαδημίας, ὅπως τὴν ἀντιλαμβανόταν ὁ Κικέρων. Ἡ συγκεκριμένη στάση ἀποτυπώνεται στὴ διαλογικὴ μορφὴ τοῦ ἔργου, στὴν ἐξέταση τῆς πειστικότητας τῶν ἠθικῶν θεωριῶν (ἔλεγχος) καὶ στὸ ἀπορητικὸ τέλος του. Τὸ De finibus συγκαταλέγεται στὰ πολυτιμότερα κείμενα τῆς ἀρχαίας ἠθικῆς φιλοσοφίας ὄχι μόνο ὡς βασικὴ πηγὴ τῶν ἑλληνιστικῶν ἠθικῶν θεωριῶν ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἐνδελεχὴ διερεύνηση τῶν ἠθικῶν ἐρωτημάτων καὶ τῶν δυνατῶν ἀπαντήσεων, ἡ ὁποία ἐμπλέκει τὸν ἀναγνώστη μὲ τρόπο ἀνάλογο τῶν σωκρατικῶν διαλόγων.
Υποσύνολο: €395.99
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies έτσι ώστε να μπορούμε να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία χρήστη. Οι πληροφορίες cookie αποθηκεύονται στο πρόγραμμα περιήγησής σας και εκτελούν λειτουργίες όπως η αναγνώρισή σας όταν επιστρέφετε στον ιστότοπό μας και η βοήθεια της ομάδας μας να κατανοήσει ποιες ενότητες του ιστότοπου θεωρείτε πιο ενδιαφέρουσες και χρήσιμες.
Τα απολύτως απαραίτητα cookie πρέπει να είναι ενεργοποιημένα ανά πάσα στιγμή, ώστε να μπορούμε να αποθηκεύσουμε τις προτιμήσεις σας για τις ρυθμίσεις cookie.
If you disable this cookie, we will not be able to save your preferences. This means that every time you visit this website you will need to enable or disable cookies again.
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Google Analytics για τη συλλογή ανώνυμων πληροφοριών, όπως ο αριθμός των επισκεπτών στον ιστότοπο και οι πιο δημοφιλείς σελίδες.
Η διατήρηση αυτού του cookie ενεργοποιημένου μας βοηθά να βελτιώσουμε τον ιστότοπό μας.
Please enable Strictly Necessary Cookies first so that we can save your preferences!