
Σχετικά προϊόντα
- ΚΡΗΤΙΚΑ
Ερωτόκριτος
Βιτσέντζος Κορνάρος€17.50€16.00Επιμέλεια: ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΑΛΕΞΙΟΥ
Το έμμετρο ερωτικό μυθιστόρημα «Ερωτόκριτος» γράφτηκε στις αρχές του ΙΖ’ αιώνα από τον Βιντσέντζο Κορνάρο, μέλος εξελληνισμένης βενετοκρητικής οικογένειας, με το όνομα του οποίου σώζονται και ιταλικά ποιήματα. […] Ο «Ερωτόκριτος» στην πλοκή του συνδυάζει στοιχεία του μεσαιωνικού μυθιστορήματος «Paris et Vienne», παρμένα από μια πεζή ιταλική μετάφραση, και στοιχεία από τους Ιταλούς αναγεννησιακούς επικούς, κυρίως τον Ariosto. Το ποίημα του Κορνάρου, γοητευτική σύνθεση ιδεών, συναισθημάτων, εικόνων, και ενός ακριβολόγου και σφριγηλού ύφους και στίχου, θεωρείται σήμερα ως μια από τις μεγαλύτερες δημιουργίες της Αναγέννησης σε πανευρωπαϊκή κλίμακα.
- Ελληνική πεζογραφία
Flora Mirabilis
Κλαίρη Μητσοτάκη€12.72€11.50Στ’ Ανώγεια, στους γάμους πηγαίνουν κανίσκι. Βάζουνε τα τρόφιμα σε μια σακούλα, τη σηκώνουνε στους ώμους και πάνε.
Παντρευόταν κάποιος που είχε γυρέψει τη Φράγκα, αλλ΄εκείνη ήταν δύσκολη και δεν ήθελε να παντρευτεί. Το κανίσκι έπρεπε να το πάει αυτή, που ήταν η πο μεγάλη, αλλά ήταν μαλωμένη με τον πατέρα της, είχε πεισμώσει και δεν ήθελε να πάει.
Λέει της Αλεξάντρας ο πατέρας της: “Πήγαινε να πεις της Φράγκας να σηκωθεί να πάρει το κανίσκι και να το πάει”. Της το λέει η Αλεξάντρα, αλλά εκείνη ήταν αμετάπειστη. “Πάρε το να το πας εσύ”, της λέει της Αλεξάντρας ο πατέρας της. Εκείνη ντύνεται, παίρνει το κανίσκι και το πάει. Όμως αισθανόταν άσχημα που το πήγαινει αυτή, η μικρότερη. - Ελληνική πεζογραφία
Παντέρμη Κρήτη
Παντελής ΠρεβελάκηςΧρονικό του σηκωμού του '66€17.76€16.00Οι τάφοι από το σηκωμό του 66 παίρνανε πια να χλοΐζουνε. Τα κούτσουρα στα λιόφυτα και στ’ αμπέλια πετούσανε βλαστάρια και φύλλα. Στα χορταριασμένα χαλάσματα, οι χελιδόνες κουβαλούσανε τα φρύγανα και τη λάσπη να χτίσουνε καινούριες φωλιές. Τα γυναικόπαιδα της Κρήτης γυρίζανε καραβιές-καραβιές από τη λεύτερην Ελλάδα να ξαναρίξουνε ρίζα στο χώμα που τα γέννησε. Τρεις κάπου χρόνους, είχανε πορευτεί με το ζητιανοκόματο της προσφυγιάς είχανε στραγγισμένα τα μάτια τους να κλαίνε τους άντρες που σφαγιάζουνταν στο νησί είχανε πάνω τους σηκωμένα όσα ο άνθρωπος μπορεί να βαστάξει. Με το γονάτισμα του Σηκωμού, δένανε κόμπο την καρδιά τους και κινούσανε να ξαναμπούνε στη σκλαβιά – φτάνει να ματαδούνε τα μέρη τους και να θυμιάσουνε το χώμα όπου λιώναν οι άντρες κ’ οι πατεράδες τους. Παντέρμη Κρήτη! Έτσι είχανε πράξει -γενεές γενεών πρωτήτερα- κ’ οι γονέοι τους ύστερα από τον κάθε Σηκωμό.