Σμύρνη
€16.60 €15.00
«Όσοι γνώρισαν τη Σμύρνη από κοντά ευτύχησαν να αποθαυμάσουν τις φυσικές ομορφιές της. Ο πολυταξιδεμένος και ανοιχτόμυαλος Ηρόδοτος έγραψε πως δεν αντίκρισαν τα μάτια του ωραιότερη πόλη. Ο μέγιστος ρήτορας Κικέρων κατέθεσε ότι δεν υπάρχει σημείο της πόλης που ο ταξιδιώτης δεν θα γοητευθεί από κάτι, τοπίο, αρχαιότητες ή ανθρώπους. Ο Σικελιανός στον πρόλογο του μυθιστορήματος Αιολική γη του Βενέζη έγραψε: «Είναι η γλυκιά ιωνική ατμόσφαιρα, είναι η κρυφή, χαμένη θαλπωρή της μυστικής του κόσμου σάρκας που απροσδόκητα ξανάρχεται και πάλι σ’ επαφή μητριαρχική μαζί μου, είναι η αγνή ιωνική πνοή του ξεχασμένου και νοσταλγημένου από τον ίδιο πολιτισμού».
Aπό την εισαγωγή του Θωμά Κοροβίνη
Διαθεσιμότητα: Διαθέσιμο κατόπιν παραγγελίας
Σχετικά προϊόντα
- Ελληνική πεζογραφία
Ναυμαχία
Νίκος Κυριαζής€16.00€14.40“Όπως και στο Αρτεμίσιο, πρώτα ακούσαμε τον εχθρικό στόλο, μετά τον είδαμε. Σιγά στην αρχή, μια βουή που όλο δυνάμωνε έφτανε στα αυτιά μας, βουή από κύμβαλα και ταμπούρλα, βαρβαρικά τραγούδια, παφλασμό από κουπιά, χιλιάδες κουπιά που ρυθμικά όργωναν τη θάλασσα. Πλησίαζε η βουή, υπόκωφη, τρανή, φούντωνε, λες και ένας γίγαντας ερχόταν ή κάποιο τεράστιο θαλάσσιο τέρας, που η ανάσα του αντιλαλούσε στους χαμηλούς λόγγους της Σαλαμίνας. Τότε, ενώ η βουή μεγάλωνε, πιο κοντά, από τα αθηναϊκά πλοία, πρώτα νομίζω από το πλοίο του Θεμιστοκλή, στο κέντρο της αθηναϊκής μοίρας, ακούστηκε τραγούδι, ο παιάν της μάχης, το τραγούδι της ελεύθερης Ελλάδας, μια πρόκληση για το βαρβαρικό πλήθος. Δυνάμωσε ο παιάν, όταν τα πληρώματα και των άλλων πλοίων έσμιξαν στο τραγούδι, απλώθηκε σαν ένα αόρατο πέπλο πάνω από όλο τον ελληνικό στόλο, καθώς όλοι οι Έλληνες τραγουδούσαν το ίδιο τραγούδι της λευτεριάς, τραγουδούσαν την πίστη τους στην πατρίδα, στους θεούς της Ελλάδας, τραγουδούσαν στην κοινή γλώσσα τους τον κοινό αγώνα, την κοινή ελπίδα”.
Τέλος μιας εποχής, αυγή νέας. Αθλητικοί αγώνες, συνωμοσίες, επαναστάσεις, πολιτικές συγκρούσεις, πόλεμοι, η γέννηση της δημοκρατίας και ο περσικός κίνδυνος που πλησιάζει.
Αθλητές και ποιητές, στρατηγοί και φιλόσοφοι, ήρωες και προδότες, τύραννοι και δημοκράτες, έμποροι και πειρατές, περήφανες ελεύθερες γυναίκες και όμορφες δούλες, Έλληνες και Πέρσες. Ο Νικομήδης, ένας από τους μεγάλους της γενιάς της Αθηναϊκής Δημοκρατίας και των Περσικών Πολέμων, διηγείται τη ζωή του από την Ολυμπιάδα του 524 π.Χ. μέχρι τη Σαλαμίνα και τον αγώνα ενός λαού για ελευθερία και δημοκρατία. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου) - Ελληνική πεζογραφία
Το Κρασί των Δειλών
Λουντέμης Μενέλαος€10.00Εκδόσεις Δωρικός 1966
Ποινή μου εκατό τα εκατό θα ‘ναι ο θάνατος.
Θα μπορούσα να κάνω όχι ένα μέτρο πίσω, αλλά ένα εκατοστό… και θα γλίτωνα.
Αλλά τότε τι θα μου μείνει Βόβα;
Βόβα… αν το ιδανικό μας ήταν τόσο φτηνό που να μπορούσε να το εγκαταλείψει ο άνθρωπος τόσο εύκολα τότε τι ιδανικό θα ήταν;
Εδώ μια ποδοσφαιρική ομάδα εγκαταλείπεις και σε περιφρονούν.
Πώς μπορείς να εγκαταλείψεις ολόκληρο ”πιστεύω”;
Όχι, Βόβα. Θα πεθάνουμε και μεις γι’ αυτό το ιδανικό, για να το κάνουμε ακόμη πιο ακριβό.
Τόσο ακριβό που να αποφασίσουν να πεθάνουν κι άλλοι άνθρωποι για χάρη του.
Και τότε θα γίνει τέλειο… - Ελληνική πεζογραφία
Σκυφτοί περάσανε
Ατζακάς Γιάννης€14.50€13.00ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
AΡΚΕΙ ΜΙA ΜΙΚΡH ΡΩΓΜH και, όπως το πιο ακριβό αλάβαστρο, οι καρδιές ραγίζουν, τα σώματα διαλύονται και σέρνονται σαν σκυφτές σκιές, σαν ένας αόρατος θίασος, που οι μοιραίοι του ήρωες ψιθυρίζουν τα λιγοστά τους λόγια και αποσύρονται στη σιωπή.
Παρασκευάς : Η φωνή μου δεν βγαίνει, δεν ακούγεται, σαν ένα μουσικό όργανο που του έσπασαν τις χορδές, κι από τον έξω κόσμο μόνον ένα ασταμάτητο βουητό, σαν φτεροκόπημα από μακρινό μελίσσι, φτάνει στ’ αυτιά μου.
Φανούρης : Είμαι γητευτής φιδιών κι αυτός που με το ξόρκι του μπορεί να δένει ακόμη και τα όρνεα του ουρανού.
Αργυρός : Στου πιοτού τη ζάλη μουρμούριζα κάποια ασυνάρτητα λόγια, μπερδεμένα με κομμάτια από παλιούς δραματικούς μου ρόλους.
Ιάκωβος : Είχα φτάσει στο οροπέδιο της ζωής μου, χωρίς να έχω ποτέ αγγίξει καμιά κορφή, χωρίς ένα πέταγμα, ούτε ένα μικρό φτερούγισμα, μια ζήση τραχιά σαν πέτρα, όπως το ηπειρώτικο οροπέδιο, όπου γεννήθηκα.
Σπύρος : Είμαι « ο άρχοντας των τειχών ». Το ταπεινό παράπηγμα, όπου μεγάλωσα, το γαντζωμένο στο ανατολικό τείχος της πόλης, ήταν η δική μου βυζαντινή αυλίτσα.
Αστέριος : Αναρωτιόμουν πώς ξέφυγα από την τυραννική επικράτεια της μητέρας, πώς βγήκα από τη βαριά σκιά του πατέρα, πώς πέταξα σαν πουλί μέσα από κείνες τις φοβερές εφηβικές συμπληγάδες και έφτασα σ’ αυτό το ειρηνικό και γλυκό λυκόφως της ζωής μου.
Μωρίς : Πέρασα μια ζωή προσπαθώντας να ξεχάσω, να γίνω ο άνθρωπος που υπήρξα κάποτε. Δεν τα κατάφερα. Έμεινα για πάντα ο αριθμός που είχε χαράξει στο δέρμα μου το θηρίο.
- Ελληνική πεζογραφία
Πότε διάβολος πότε άγγελος
Ακρίβος Κώστας€15.50€14.00Ένας άντρας μεγαλώνει, ζει και πεθαίνει χωρίς ποτέ να μάθει ποιος ήταν ο πατέρας του – ο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Ένας άλλος θα περάσει όλη του τη ζωή αγαπώντας λάθος άνθρωπο για πατέρα – Μήτρος Αγραφιώτης το όνομά του. Οι δρόμοι τους θα συναντηθούν στα αίματα και στις θυσίες της επανάστασης του ΄21. Τους ενώνει ο πόθος για την ελευθερία της πατρίδας, αλλά και κάτι βαθύτερο που ο ένας το αγνοεί και ο άλλος το αποσιωπά επίτηδες.
Πολλά χρόνια αργότερα, όταν πια εκείνο που έχει μείνει απ΄ όλα αυτά είναι ένα αμήχανο αίσθημα ευγνωμοσύνης, το ερώτημα συνεχίζει να βασανίζει τον αφηγητή από την παιδική του ακόμη ηλικία: ήρωας γεννιέσαι ή γίνεσαι;
Τότε είχε αντικρίσει έναν αχαμνό άντρα που σερνόταν μες στην κάμαρα φορώντας ένα λερό κίτρινο κεφαλομάντιλο που έπεφτε στο πλάι του προσώπου του και έδινε στη χλωμή φυσιογνωμία του μια διαβολική έκφραση. Και όμως, αυτός ο άντρας, καταπώς θα γράψει χρόνια αργότερα στα Απομνημονεύματά του ο γιατρός, παρά την ανημποριά του, κάθε τόσο πεταγόταν από το στρώμα του και καβαλούσε το άλογο με τέτοια ορμή, που θα κάνει τον Μίλινγκεν να ομολογήσει: «Τι θαυμαστή επίδραση έχει κάποτε το πάθος επάνω στο κορμί!».