Ποιητική Ανθολογία Λίνου Πολίτη Τόμοι Α-ΣΤ’ (Γαλαξίας)
€60.00
Χρονολογία Έκδοσης: 1968-1969
Διαθεσιμότητα: 1 σε απόθεμα
Σχετικά προϊόντα
- Ελληνική Ποίηση
ΗΣΥΧΙΑ
Βέλτσος Γιώργος€10.00€9.00[Παλαιότερα, έξω και μέσα στο νοσοκομείο υπήρχε,
κάτω από έναν κυανούν σταυρό, η ένδειξη: ΗΣΥΧΙΑ]
Ησυχία, διότι η ακρόαση της μουσικής εδώ είναι ανυπεράσπιστη. - Ελληνική Ποίηση
Επέτειοι της λήθης
Δημήτρης Παρθύμος€9.50€8.60Η λέξη γη διαθέτει τόσο εύρος
που επί αιώνες οι άνθρωποι τη θεωρούσαν επίπεδη.
Γελασμένοι, λένε,
από εκείνο τον πρώιμο, αζύμωτο ουρανό
που δεν είχε φως
ούτε για τα μάτια του κόσμου.
[…] - Θέατρο
Θέατρο και ποίηση
Federico García LorcaΜατωμένος γάμος, Ο Περλιμπρίν και η Μπελίσα, Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα - Παραλογή του μισοΰπνου, Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντιεθ Μεχίας€17.80€16.00Ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, ένας από τους λίγους αυθεντικούς ποιητές του αιώνα μας, γεννήθηκε τον Ιούνιο του 1898 στο μικρό χωριό της Ανδαλουσίας Φουέντε Βακέρος, κάπου δεκαοχτώ χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Γρανάδας. Ο πατέρας του, άνθρωπος με φιλελεύθερες αρχές, ήταν πλούσιος κτηματίας της περιοχής του. Όταν η πρώτη του γυναίκα πέθανε άτεκνη, παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο τη νεαρή αλλά γνωστική και καλλιεργημένη δασκάλα του χωριού, κόρη μιας φτωχής οικογένειας από τη Γρανάδα. Απόκτησε μαζί της πέντε παιδιά, με πρωτότοκο τον Φεδερίκο. Έτσι, ο κατοπινός ποιητής, εκτός από ένα μικρό διάστημα που υποχρεώθηκε να συνεχίσει το σχολείο του στην Αλμερία, έζησε τα παιδικά του χρόνια στον εύφορο κάμπο της Γρανάδας, το σταυροδρόμι τόσων φυλών, με τα γραφικά χωριά και τους παράξενους θρύλους, με τους τσιγγάνους και τους αυτοσχέδιους μουσικούς, με τους αμαρτωλούς έρωτες και τα βίαια πάθη, μ’ όλα εκείνα τα στοιχεία που διαμόρφωσαν την ευαισθησία του μικρού Ανδαλουσιανού και σφράγισαν για πάντα το χαρακτήρα και την υφή του έργου του.
- Ελληνική Ποίηση
Τα ποιήματα 1967-2007
Γιώργης ΜανουσάκηςΤόμος Α´ - οι δημοσιευμένες συλλογές€20.00€18.00ΛΑΧΤΑΡΗΣΑ ΤΟΥΣ ΑΝΕΜΟΥΣ
Λαχτάρησα τοὺς ἀνέμους
μὲ τὰ μεγάλα φτερὰ τὰ αἱματοραντισμένα
ποὺ σ’ ἁρπάζουν στὴ δίνη τους
καὶ σ’ ἀνεβάζουν ψηλὰ
στὴ γειτονιὰ τοῦ πυροδότη ἥλιου.Βαρέθηκα τὶς νωχελικὲς αὖρες
καὶ τοὺς ψίθυρους ἀνάμεσα στὰ φύλλα.
Χαρίζω τὰ ὀστᾶ μου στὸ γραῖγο καὶ στὸ σιρόκο
νὰ τὰ κάμουν φλογέρες
γιὰ τοὺς ἀντρίκειους σκοπούς των.Ἴσως τραγουδήσουν ἐκεῖνα
ὅ,τι δὲν μποροῦνε τὰ χείλη μου
τὰ κολλημένα στὸ χῶμα νὰ ποῦνε.(Το ποίημα προέρχεται από τη συλλογή Το σώμα της σιωπής, 1970)