ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ
€85.00
τόμοι: Α,Β,Γ,Δ.
λιγο ταλαιπωριμενο εξώφυλλο αλλά εσωτερικά εξαιρετική κατάσταση.
Σχετικά προϊόντα
- Γλώσσα
Το ζορμπαλίκι των ραγιάδων
Σαραντάκος ΝίκοςΑνιχνεύοντας το 1821 μέσα από τις λέξεις του€17.00€15.30Τι ήταν ο ελτζής, ο βεκίλης και ο καϊμακάμης; Ποια ήταν η διαφορά του αρματολού από τον κλέφτη; Ποιοι ήταν οι Κακλαμάνοι, οι Ταλαρίσιοι και οι Χαλδούπηδες; Ποιος ήταν ανώτερος: ο αγάς, ο πασάς ή ο μπέης; Το μπρίκι ήταν πιο δυνατό, η κορβέτα ή η φρεγάτα; Ποια θέση είχαν στο οθωμανικό σύστημα ο σούμπασης, ο τασιλτάρης και ο ζαμπίτης; Ποια σημασία είχαν στα ελληνικά της εποχής οι λέξεις λουφές, πρέζα και τερτίπι;
Καθώς βαίνουμε προς τον εορτασμό των 200 χρόνων από το ιδρυτικό γεγονός του νεοελληνικού κράτους, τα κείμενα της εποχής θα βρεθούν στο προσκήνιο. Όλα όμως αυτά τα κείμενα, είτε είναι γραμμένα από ασπούδαχτους είτε από πολύ μορφωμένους, είτε ιδιόχειρα είτε με τη μεσολάβηση γραμματικών, περιέχουν λέξεις άγνωστες στον σημερινό αναγνώστη ή όρους που σήμερα έχουν προσλάβει διαφορετική σημασία ή χρησιμοποιούνται σε άλλο πλαίσιο.
Έχοντας αποδελτιώσει δεκάδες συγγράμματα της εποχής, από απομνημονεύματα και ιδιωτική αλληλογραφία έως αποφάσεις του Βουλευτικού και αναφορές προς τις αρχές, χωρίς να ξεχνάει τα δημοτικά τραγούδια, ο Νίκος Σαραντάκος, μανιώδης κυνηγός λέξεων, συγκέντρωσε 300 αντιπροσωπευτικούς όρους: λέξεις της οθωμανικής διοίκησης, ορολογία του άτακτου και του τακτικού στρατού, λεξιλόγιο των καραβιών και της ναυτοσύνης, νομίσματα οθωμανικά και ευρωπαϊκά, ακόμη και τους πρώτους χαρακτηρισμούς των αντίθετων στις εμφύλιες διαμάχες.
Πάνω από χίλια παραθέματα, από τη δωρική λιτότητα του Μακρυγιάννη έως τα φαναριώτικα κομψοτεχνήματα του Μαυροκορδάτου, μεταφέρουν στον σημερινό αναγνώστη το πνεύμα της εποχής και το ύφος και ήθος των ανθρώπων της, από τα μεγάλα και τα ηρωικά κατορθώματα έως τα καθημερινά ή και τα χαμερπή, ιχνηλατώντας έτσι το Εικοσιένα μέσα από τις λέξεις του. - Γλώσσα
Φοβογλώσσα
Νίκολας Πρεβελάκης - Νικολέττα Τσιτσανούδη-ΜαλλίδηΔίγλωσση έκδοση€10.60€9.60Στην ελληνοαγγλική αυτή έκδοση οι συγγραφείς παρατηρούν ότι τα τελευταία χρόνια η πολιτική συνδέεται συχνά με όρους κρίσεων και φόβου, με παραδείγματα την τρομοκρατία, την οικολογική και οικονομική κρίση και εσχάτως την πανδημία. Η ζωή έχει αναχθεί σε υπέρτατη αξία και αυτό αναβαθμίζει το φόβο σε κυρίαρχο συστατικό της πολιτικής. Παρατηρούν ότι, όσο πιο ασφαλής γίνεται ο κόσμος, τόσο παγιώνεται ο εθισμός στο φόβο.
Παράλληλα, επισημαίνουν ότι η γλώσσα ασθμαίνει να περιγράψει και να αναπαραστήσει εναλλασσόμενες σκληρές ή και βάρβαρες πραγματικότητες. Τη στιγμή που χρειαζόμαστε ονόματα να περιγράψουμε καινούργιες καταστάσεις, χρειαζόμαστε περισσότερα ονόματα για να μιλήσουμε για πρώην «πράγματα», που σείονται ή αποσυναρμολογούνται μπροστά σε ασυμμετρίες και μετακινούνται ασταμάτητα.
Αναλύουν την γλώσσα του φόβου και υπογραμμίζουν ότι, ειδικά στην περίπτωση της πανδημίας, η επίκληση των ειδικών, αν και απολύτως αναγκαία, κινδυνεύει να αυξήσει την καχυποψία πληθυσμιακών ομάδων, επισημαίνοντας ταυτόχρονα την εξάπλωση ενός διάχυτου φόβου στα κοινωνικά δίκτυα.
- Γλώσσα
Η Πόλις Ως Εντελέχεια
Παπαγεωργίου-Βενετάς, ΑλέξανδροςΚαι Η Βιωματική Εμπειρία Της Αθήνας Στην Ποίηση Του Ανδρέα Εμπειρίκου€10.50€9.50Η Νέα Πόλις θα ολοκληρωθή, θα γίνη. Όχι βεβαίως από αρχιτέκτονας και
πολεοδόμους οιηματίας, που ασφαλώς πιστεύουν, οι καημένοι, ότι μπορούν αυτοί
τους βίους των ανθρώπων εκ των προτέρων να ρυθμίζουν και το μέλλον της
ανθρωπότητος, με χάρακες, με υποδεκάμετρα, γωνίες και « ταυ », μέσα στα σχέδια
της φιλαυτίας των, ναρκισσευόμενοι ( μαρξιστικά, φασιστικά η αστικά ), πνίγοντες
και πνιγόμενοι, να κανονίζουν.
Όχι, δεν θα κτισθή η Νέα Πόλις έτσι· μα θα κτισθή απ’όλους τους ανθρώπους, όταν
οι άνθρωποι, έχοντας εξαντλήσει τας αρνήσεις, και τας καλάς και τας κακάς,
βλέποντες το αστράπτον φως της αντισοφιστείας –τουτέστι το φως της άνευ
δογμάτων, άνευ ενδυμάτων Αληθείας– παύσουν στα αίματα και στα βαριά
αμαρτήματα χέρια και πόδια να βυθίζουν, και αφήσουν μέσα στις ψυχές των, με
οίστρον καταφάσεως, όλα τα δένδρα της Εδέμ, με πλήρεις καρπούς και δίχως όφεις
–μα τον Θεό, ή τους Θεούς– τελείως ελεύθερα να ανθίσουν.
–ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ, Οκτάνα