” Ο συ μισείς ετέρω μη ποιήσης”
€12.00 €10.80
Σχετικά προϊόντα
- Ιστορία
Λενάκι, δυο φωτιές και δυο κατάρες
Δημήτρης ΙνδαρέςΜε αφορμή ένα δημοτικό τραγούδι του Μοριά€14.00€12.60«Πού πας, Ελένη, από βραδιού, πού πας τώρα το βράδυ;»
«Πάου στη θεια μου τη Γιαννού, πάου να νυχτονέσω,
να γνέσω τα βαμβάκια μου, να ξάνω τα μαλλιά μου,
να φτιάσω μπόλια του γαμβρού, της πεθεράς μαντίλι,
να φτιάσω του Λιμάζαγα ένα χρυσό μεϊτάνι».Πρόκειται για ένα στοχαστικό ταξίδι με οδηγό την ακαταμάχητη ανάγκη εξερεύνησης των ριζών σε μια ορεινή κοινότητα της Πελοποννήσου. Η τυχαία ανακάλυψη ενός πάκου εγγράφων στο πατρικό του σπίτι στην Πάτρα οδηγεί τον συγγραφέα σε μια αναζήτηση βάθους επτά γενεών. Ανάμεσα στα χαρτιά βρίσκεται το εκκλησιαστικό επιτίμιο που αφορά την καταδίκη των εμπρηστών ενός πύργου στο Λειβάρτζι των Καλαβρύτων, εκεί όπου λίγο πριν από το 1821 πλέχτηκε το ειδύλλιο δύο αλλοθρήσκων: της Ελένης, κόρης του άρχοντα Κυρ-Χριστόδουλου, και του Ελμάζ-αγά της Μοστενίτσας.
Η Ελένη υπερασπίστηκε το αίσθημά της ξεστομίζοντας το αδιανόητο για την εποχή «Άντρα χρώσταγα, άντρα πήρα», προκαλώντας την αποχώρηση του πατέρα της από το αξίωμα του προεστού αλλά και τη φοβερή κατάρα της μάνας της. Λίγα χρόνια αργότερα, στις 16 Μαρτίου του 1821, ο ξάδελφος της αρχοντοπούλας οπλαρχηγός Δημητράκης Ινταρές κατακαίει τον πύργο του αγά στη Μοστενίτσα.
Τα πρόσωπα ακολούθησαν στη συνέχεια τις δικές τους διαδρομές στον χάρτη της ιστορίας. Τα ίχνη τους κρύβουν εκπλήξεις και νέους συμβολισμούς, σε μια εποχή που το ενδιαφέρον στρέφεται ξανά στους παλιούς μύθους.
Κλειδί της αναψηλάφησης αποδεικνύεται το δημοτικό τραγούδι του Λιμάζη, ευρέως διαδεδομένο ως και τον Πόντο. Το περιεχόμενο και ο συμβολισμός του λειτούργησαν επί χρόνια για όποιον ήθελε να θυμάται την αναγεννητική δύναμη που κρύβει η συνάντηση αλλότριων κόσμων. - Bιογραφία
Ο Γλέζος, ο Πικάσο και μια πέτρα
Μαρία Ηλιούκαι άλλες αφηγήσεις€15.00€13.50«Μαύρη μέρα στο Παρίσι. Εκεί συναντήθηκα και με τον Jacques C., δημοσιογράφο της “Humanite” και φίλο μας. (…) Φεύγοντας (ο Jacques θα με πήγαινε μέχρι την Ουνέσκο, απ’ όπου είχα φύγει σκαστή για τη διαδήλωση), συνεχίσαμε την έντονη συζήτηση που είχε αρχίσει πρωτύτερα: ήμουν έξω φρενών που το γαλλικό Κ. Κ. και τα συνδικάτα δεν είχαν δραστηριοποιηθεί αποτελεσματικά, εφόσον ήξερα και από προσωπική πείρα τ μέσα και τι δύναμη κινητοποίησης διέθεταν. Και μια στιγμή: «Μη φωνάζεις!» μου λέει ο Jacques. – «Μα κι εσύ φωνάζεις», του λέω στον ίδιο τόνο και εγώ. – «Ναι, αλλά εγώ είμαι στο αυτοκίνητό μου», μου αντιτείνει. Απόμεινα! Μονομιάς κατάλαβα, τη λούστηκα, την κατάσταση της προσφυγιάς. Ήμουν σε ξένο αυτοκίνητο, σε ξένο τόπο, με δικαιώματα περιορισμένα, κατά παραχώρηση.. Και μ’ έπιασε ένα κλάμα… Φτάσαμε στην Ουνέσκο, κατέβηκα από το αυτοκίνητο, αλλά τα δάκρυα, ποταμός, κυλούσαν ασταμάτητα. Και καθώς δεν γινόταν να μην πάω στο γραφείο μου, μπήκα σ’ ένα φαρμακείο και ζήτησα κάτι ασυνήθιστο από τον ξαφνιασμένο φαρμακοποιό: «Κάντε με, σας παρακαλώ, να σταματήσω να κλαίω»…
Ο Jacques δεν είχε, βέβαια, καταλάβει τι «είχε ξεφύγει από το φράχτη των δοντιών του». Λίγους μήνες μετά μου κουβάλησε από την Αθήνα δύο βαλίτσες με ρούχα που του είχαν φορτώσει οι δικοί μας.
Επιλογές και συγκυρίες σε καιρούς δύσκολους οδηγούν σε αφηγήσεις όπου διαπλέκονται τεκμήρια και βιώματα – μια εφηβεία στον Εμφύλιο που τη διαδέχτηκε, δύο φορές, μακρόχρονος ξενιτεμός. Οι απρόσμενες καταστάσεις αναζητούν απαντήσεις, ενώ η διήθηση του χρόνου μεταφέρει στο σήμερα χτεσινές βεβαιότητες και αμφιβολίες. Τα αποτυπώματα στη μνήμη μπορούν να είναι ακόμα εύγλωττα; - Ιστορία
Μόνο λίγα χιλιόμετρα
Μαρία ΕυθυμίουΙστορίες για την Ιστορία€13.30€12.00Ο δημοσιογράφος Μάκης Προβατάς συνομιλεί με τη Μαρία Ευθυμίου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
O Θουκυδίδης έχει πει πως «Η Ιστορία είναι φιλοσοφία μέσω παραδειγμάτων». Ταυτόχρονα η Ιστορία είναι η ιστορία των ανθρώπων. Αυτών των εύθραυστων, θνησιγενών πλασμάτων, των εκτεθειμένων σε κάθε κίνδυνο και κάθε ανατροπή. Των ίδιων ανθρώπων, όμως, που έχουν, παράλληλα, νου, σκέψη, βούληση, αισθήματα, στοχεύσεις, ιδιοτέλεια, ανιδιοτέλεια, αίσθηση χρόνου και αίσθηση θανάτου. Και που μπορούν να επεμβαίνουν στον εαυτό τους, στη φύση και στον άλλον. Να ορίζουν και να κατανοούν, δηλαδή, τη μικρή τους ζωή.
Σε αυτό το βιβλίο προσεγγίζονται εποχές και γεγονότα, άτομα και κοινωνίες, προθέσεις και στοχεύσεις, διαψεύσεις και επιβεβαιώσεις. Οι διαδρομές αναπόφευκτα εμπλέκονται με την προσωπική ιστορία της Μαρίας Ευθυμίου, τις μνήμες ζωής και τις δυνάμεις που την οδήγησαν, με τόσο πάθος και πίστη, στη μελέτη και διδασκαλία της Ιστορίας. Μιας επιστήμης που συνδέεται με τη μνήμη και τον χρόνο – τους ακούραστους συντρόφους του ατομικού και ομαδικού ταξιδιού όλων μας.
Η διαδρομή που διανύει το βιβλίο ξεκινάει από τους προϊστορικούς χρόνους και φτάνει μέχρι σήμερα. Στην πραγματικότητα δεν είναι καθόλου μεγάλο διάστημα… Μόνο λίγα χιλιόμετρα…
- Μαρτυριες
Ένας άντρας
Oriana Fallaci€29.90€26.90“Ένα μουγκρητό οδύνης και οργής υψωνόταν στην πόλη, και αντηχούσε ακατεύναστα, ανυποχώρητα, αφανίζοντας κάθε άλλο θόρυβο, τονίζοντας ρυθμικά το μεγάλο ψέμα. Ζει, ζει, ζει! Μουγκρητό που δεν είχε τίποτε το ανθρώπινο. Δεν υψωνόταν από ανθρώπινα όντα, πλάσματα με δυο χέρια και δυο πόδια και μια δική τους συνείδηση, υψωνόταν από ένα τερατώδες και ασύνετο θεριό, το πλήθος, το χταπόδι που το καταμεσήμερο, καλυμμένο από σφιγμένες γροθιές, στρεβλωμένα πρόσωπα, συσπασμένα στόματα, είχε κατακλύσει την πλατεία Μητροπόλεως, έπειτα είχε απλώσει τα πλοκάμια στους παρακείμενους δρόμους φράζοντάς τους, καταβυθίζοντάς τους με την ανηλεή λάβα που στο ορμητικό της πλημμύρισμα καταπίνει κάθε εμπόδιο, ξεκουφαίνοντάς τους με το ζει, ζει, ζει”.
Η Οριάνα Φαλλάτσι, σύντροφος του Αλέκου Παναγούλη τα τελευταία χρόνια της ζωής του, εκδίδει το Ένας άντρας τον Ιούλιο του 1979 στην Ιταλία, τρία χρόνια μετά τον αδόκητο θάνατό του σε ηλικία 36 ετών.
Το βιβλίο γίνεται παγκόσμια επιτυχία, μεταφράζεται σε περισσότερες από είκοσι γλώσσες. “Είχε πεθάνει αυτός που αγαπούσα και είχα ξεκινήσει να γράφω ένα μυθιστόρημα που θα έδινε νόημα στην τραγωδία” γράφει η Φαλλάτσι. Και σε μια συνέντευξή της δηλώνει: “Διαβάζοντας Προπ, είδα πως η ιστορία του Παναγούλη αντιστοιχούσε στη δομή ενός παραμυθιού: Η μύηση, η περίοδος της μεγάλης δοκιμασίας, η επιστροφή στο χωριό, η τελευταία πρόκληση, η αποθέωση ή ο θάνατος”. Και συμπληρώνει: “Δε λέω ποτέ πως ήταν ήρωας -βεβαίως και ήταν ήρωας, αλλά μου φαίνεται περιοριστικό να το λέω-, ήταν πρώτα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα ένας ποιητής, ένας καλλιτέχνης, και ο ηρωισμός του ήταν απόρροια της ποίησής του”.
“Η συνάντηση του Παναγούλη με τη Φαλλάτσι ήταν όπως έπρεπε να είναι, για όλους εμάς που παρακολουθούσαμε. Εκδίκηση της ομορφιάς και της γενναιότητας απέναντι στη Χούντα, η οποία κράτησε έναν χρόνο ακόμα μετά την απελευθέρωση του Παναγούλη και τη γνωριμία τους. Οι φωτογραφίες τους με τις λεζάντες που πληροφορούσαν για τη σχέση τους ήταν θρίαμβος για εμάς που βομβαρδιζόμασταν από τις εικόνες της Χούντας. Πόσο όμορφοι ήταν εκείνοι οι δυο, πόσο άσχημοι όσοι τους κατηγορούσαν”. (Από τον πρόλογο της Άννας Δαμιανίδη στην ελληνική έκδοση)