Ο Κρητικός Πόλεμος
€50.00 €45.00
Ύστερα από τις εκδόσεις της “Ερωφίλης” και των “Ιντερμεδίων” της, του “Ρολολίνου” και του “Ζήνωνος”, η “Στιγμή” ολοκληρώνει την προσφορά στην Κρητική Ποίηση του 17ου αιώνα με την παρούσα έκδοση του “Κρητικού πολέμου”, του Ρεθεμνιώτη Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή φροντισμένη από τον Στυλιανό Αλεξίου και τη Μάρθα Αποσκίτη. Έμμετρο χρονικό του εικοσιπενταετούς πολέμου για την κατάληψη της Κρήτης από τους Οθωμανούς Τούρκους, το οποίο ολοκληρώθηκε στο διάστημα 1669-1677. Ο “Κρητικός πόλεμος” είναι το ποιητικό χρονικό του μακρότατου και σκληρού αγώνα Βενετών, Κρητικών και άλλων Ευρωπαίων για την αποτροπή της τουρκικής κατάκτησης της Κρήτης (1645-1669). Ο ποιητής αφηγείται τη μάχη των Χανίων, τη μάχη του Ρεθύμνου και της Φορτέτσας (στην οποία ήταν παρών), τις επιχειρήσεις στα χωρία της Κρήτης και στο Αιγαίο, και τις δύο μάχες του Χάνδακα-Ηρακλείου που κατέληξαν, ύστερα από την περίφημη εικοσαετή πολιορκία, στην συνθηκολόγηση.
Σχετικά προϊόντα
- Ελληνική πεζογραφία
Το δέντρο
Παντελής ΠρεβελάκηςΟ Κρητικός, βιβλίο πρώτο€14.71€13.30Από την ισκιαδερή μεριά του Ψηλορείτη, πάνω σε μια κορφούλα μέσα στο λαγκάδι του Αμαριού, στέκει ένα θεορατικό χάλασμα που οι ντόπιοι το λένε Μεροβίγλι και που σε περασμένο καιρό είταν βενετικός πύργος. Οι αγριοσυκιές, οι βάτοι κ’ η τσουκνίδα θρασεύουνε στα πόδια του, και τα Όρνια, πούχουν τις φωλιές τους στα ρημάδια, στρινιάζουν κάθε τόσο ψηλά από τα μπεντένια του και φοβερίζουν την ερημιά. Γκρεμισμένες οι καμάρες του, τρύπιοι οι κουμπέδες του, χορταριασμένα τα ντουβάρια. Και μονάχα αντιπαλεύει την υβρισιά του καιρού και του θανάτου μια δρακοντική μονόπετρα, εν’ ανώφλι, με χαραγμένα πάνω του τα λόγια: ΑΡΧΗ ΣΟΦΙΑΣ ΦΟΒΟΣ ΚΥΡΙΟΥ. ΔΟΓΗΣ ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΙΟΣ ΤΡΕΒΙΖΑΝΟΣ ΕΤΟΣ ΚΥΡΙΟΥ 1554. Κάθε πρωί, ο αφέντης Ήλιος, όταν καβαλάει το ζυγό του Ψηλορείτη και κορφοκοιτάζει λιόφυτα κι αμπέλια, χτυπάει με τη ματιά του και την πέτρα. Κι αυτή, άσπρη απ’ τις βροχές και παστρική απ’ τους ανέμους, δέχεται γελούμενη το καλημέρισμα και του το γυρίζει σπιθίζοντας.
- Ιστορία
Οικόπεδο Πανταχόθεν Ελεύθερο.
Γήσης Παπαγεωργίου€19.00€17.10“Τους Κρητικούς στην Κρήτη δεν τους έβανε ο Θεός ούτε ξεφυτρώσανε απ’ το χώμα όπως το σταμναγκάθι κι οι αβρονιές. Απ’ αλλού ξεκινήσανε κι αλλού πηγαίνανε και πετύχανε στον δρόμο τους την Κρήτη και την εκάτσανε. […] Πιάσανε όλοι μαζί και κοιτάζανε την Κρήτη. Και τότε ανακαλύψανε πως, εκεί που ήτανε φουνταρισμένη στη Μεσόγειο, έμοιαζε με αεροπλανοφόρο. – Τα αεροπλάνα όμως δεν έχουνε εφευρεθεί ακόμα. – Θα ‘ρθει κι η ώρα τους. Διότι, σου λέει ο πάσα ένας ο ενδιαφερόμενος για τον έλεγχο της Ανατολικής Μεσογείου, σιγά μην κάθομαι να περιμένω την εφεύρεση. Ας έχω εγώ το αρμόδιο εργαλείο κι όταν εφευρεθούνε τα ιπτάμενα να ‘χω πού να τα βάλω”. “Στην Ιστορία μπαίνεις, άμα ποτέ σου δοθεί η ευκαιρία, με δυο τρόπους. Ο ένας είναι να μπεις από την πόρτα την καλή, όρθιος, καμαρωτός και να σου βαράνε και παλαμάκια. Ο άλλος είναι να στηθείς όξω από την πόρτα υπηρεσίας, να περιμένεις να σκοτεινιάσει κι όταν θα βγάλουνε τον ντενεκέ με τα σκουπίδια για να τον αδειάσουνε, να σαλτάρεις στον άδειο σκουπιδοντενεκέ κι εκεί να μείνεις. […] Τι να την κάνω τη νίκη σου, ρε κακομοίρη, όταν δε νοιώθεις να βάνεις και μια στάλα μεγαλείο δίπλα της; Η νίκη για να μετρήσει θέλει μεγαλείο. Ψυχής μεγαλείο, βουβό. Όχι καραμούζες, τούμπανα, παράτες και νάιλον στεφάνια. Νίκη χωρίς μεγαλείο είναι έγκλημα”.
- Ιστορία
Ιστορία της Κρήτης
Μανόλης Κ. Μακράκης (Δάσκαλος-Διδάκτορας Ιστορίας)για σχολική χρήση€25.00Φωτογραφία εξωφύλλου: ΑΡΚΑΔΙ η πολιορκία της μονής απο τον τουρκικό στρατό.
- Ελληνική πεζογραφία
Flora Mirabilis
Κλαίρη Μητσοτάκη€12.72€11.50Στ’ Ανώγεια, στους γάμους πηγαίνουν κανίσκι. Βάζουνε τα τρόφιμα σε μια σακούλα, τη σηκώνουνε στους ώμους και πάνε.
Παντρευόταν κάποιος που είχε γυρέψει τη Φράγκα, αλλ΄εκείνη ήταν δύσκολη και δεν ήθελε να παντρευτεί. Το κανίσκι έπρεπε να το πάει αυτή, που ήταν η πο μεγάλη, αλλά ήταν μαλωμένη με τον πατέρα της, είχε πεισμώσει και δεν ήθελε να πάει.
Λέει της Αλεξάντρας ο πατέρας της: “Πήγαινε να πεις της Φράγκας να σηκωθεί να πάρει το κανίσκι και να το πάει”. Της το λέει η Αλεξάντρα, αλλά εκείνη ήταν αμετάπειστη. “Πάρε το να το πας εσύ”, της λέει της Αλεξάντρας ο πατέρας της. Εκείνη ντύνεται, παίρνει το κανίσκι και το πάει. Όμως αισθανόταν άσχημα που το πήγαινει αυτή, η μικρότερη.