Το ρόδο του χρόνου
€14.00 €12.60
«Κάποτε, σ’ ένα από τα πρώτα μου ποιήματα, έγραψα τους στίχους: “η ελευθερία δεν είναι παρά η απόσταση / ανάμεσα στον κυνηγό και τον κυνηγημένο”. Είναι επίσης και η δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεσαι όταν γράφεις ποίηση. Όταν κυνηγάς την ποίηση, καταλήγεις να σε κυνηγά η ποίηση. Υπό αυτή την έννοια είσαι και κυνηγός και κυνηγημένος, όμως η ποίηση είναι η απόσταση, όπως και η ελευθερία». Το βιβλίο αυτό αποτελεί μια εκτεταμένη εκλογή των πιο αντιπροσωπευτικών ποιημάτων του Μπέι Ντάο και καλύπτει μια δημιουργική πορεία τεσσάρων δεκαετιών. Ο ίδιος, ύψιστη λογοτεχνική μορφή της Κίνας και ένας από τους σπουδαιότερους ποιητές του καιρού μας, καλλιέργησε από πολύ νωρίς μια εντελώς αυθεντική γλώσσα, την οποία δεν έπαψε ποτέ να εμπλουτίζει με πρωτότυπους τρόπους, μέσα από εικόνες μυστηριακές, μυσταγωγικές, εντυπωσιακές, θαυμαστές. Τα ποιήματά του είναι γραμμένα σε ελεύθερο στίχο, όμως ο Μπέι Ντάο θεωρεί τη μουσικότητα και τη μεταφορά ως τα δύο θεμελιώδη γνωρίσματα της τέχνης του. Στη δική του ποίηση συνυπάρχουν οι κατακτήσεις της μεγάλης ποιητικής παράδοσης της πατρίδας του, περασμένες ωστόσο από το φίλτρο μιας σύγχρονης ευαισθησίας, ομόλογης των ποιητών που σήμερα συγκαταλέγονται στον παγκόσμια κανόνα. Στην ποίηση του Μπέι Ντάο η Ανατολή συναντά τη Δύση – και το αντιστροφο. Το παράδειγμά του αποδεικνύει πως η ποιητική γλώσσα δεν γνωρίζει σύνορα. Το έργο του Μπέι Ντάο συναντά για πρώτη φορά τους Έλληνες αναγνώστες.
«Ο Μπέι Ντάο χρησιμοποιεί τις λέξεις ωσάν να μάχεται με αυτές για την ίδια του τη ζωή. Έχει βρει τον τρόπο όλους να μας συγκινεί».
The New York Times Book Review
«Διαβάζεις ένα ποίημα του Μπέι Ντάο και έχεις την αίσθηση ότι ακολουθεί τον παλμό της συνείδησης».
Washington Post Book World
Διαθεσιμότητα: 1 σε απόθεμα
Σχετικά προϊόντα
- Ελληνική
Μερακλίνα Κουκιμπιμπέρισσα Ομπλαντί
Ευά Παπαδάκης€12.00€10.80Το δέχομαι
Αν το δεχτώ και απλώσω
τα πόδια μου ξαπλώσω
στην αγκαλιά σου αν δώσω
δίκιο θα με παρηγορήσεις
που γεννήθηκα λάθος;
[Από την έκδοση]Ένας διάλογος-παρτιτούρα, μια κουήρ ελεγεία απόσχισης και αποχωρισμού.
- Ελληνική
Ο τυφλός με τον λύχνο
Τάσος Λειβαδίτης€12.80€11.50Eρχομαι απο μέρες που πρέπει ν’ αποσιωπηθούν, απο νύχτες που θέλω να τις ξεχάσω…
… μπήγω την μύτη της ομπρέλας μου στο χώμα και συνομιλώ με τις εποχές
ή καθισμένος στο πάτωμα περιμένω μιαν απερίγραπτη επίσκεψη
ακριβώς γιατί η πόρτα είναι χρόνια Eρχομαι απο μέρες που πρέπει ν’ αποσιωπηθούν, απο νύχτες που θέλω να τις ξεχάσω…… μπήγω την μύτη της ομπρέλας μου στο χώμα και συνομιλώ με τις εποχές
ή καθισμένος στο πάτωμα περιμένω μιαν απερίγραπτη επίσκεψη
ακριβώς γιατί η πόρτα είναι χρόνια κλειδωμένη.Kαι τώρα που ξεμπερδέψαμε πιά με τα μεγάλα λόγια, τους άθλους, τα όνειρα, καιρός να ξαναγυρίσουμε στη ζωή μας…
… ελευθερώνοντας έτσι όρκους αλλοτινούς και τίς πιό ωραίες χειρονομίες του μέλλοντος.
… εξάλλου άνθρωπος είμαι κι εγώ, χρειάζομαι λίγη μέριμνα: ένα όνειρο ή μια μητέρα ή έστω μια ξαφνική περιφρόνηση…
Kάποτε θα ξανάρθω. Eίμαι ο μόνος κληρονόμος.
Kι η κατοικία μου είναι παντού όπου κοιτώ. - Ελληνική
ΑΝΑΨΗΛΑΦΗΣΗ Β’
Νίκος Ι. Τζώρτζης€9.50€8.60ΙV
ΤΟ ΥΛΙΚΟ ΣΟΥ
Από τι είσαι;
Πώς με περιβάλλεις
κι αποκρυσταλλώνειςεκμαγεία του φόβου,
του θυμού και της λύπης,
του κάθε γέλιου μου,των τόσων διλημμάτων·
τις εντάφιες προσωπίδες
των μικρών κρυφών
συχνών μου θανάτων;Τι είσαι;
Απαντάς στη φύση
ή μόνο στη λέξη; - Ελληνική
Αντιγόνη, μια κόρη μια χώρα
Ανδριτσάνου Ευαγγελία€11.50€10.50
ήταν εκείνο το στροβίλισμα
η ζωή έμοιαζε εύκολη γελοία ρευστή
αμέτρητα ζευγάρια πόδια χάραζαν
πλέγματα από φιγούρες ξέφρενες
χωρίς αρχή
χωρίς τέλος
χωρίς τελειωμό
και τα θύματα του χορού
οι σπρωγμένοι οι πατημένοι
οι διαμελισμένοι
σκόνη ψιλή που κατακάθιζε στις γωνίες
Η καρδιά μου φτερούγιζε κάθε ώρα
σαν πουλί πιασμένο που ψάχνει να ξεφύγει
έτρεχα να κρυφτώ σε σκοτεινά δωμάτια
σε τραβούσα απ’ το χέρι
πώς να με καταλάβεις
η διέγερση είναι το στοιχείο σου
ήθελες να με σύρεις πάλι πίσω
το ίδιο κι η αδελφή μου
μεταξύ σας ματιές γεμάτες νόημα
– Δεν ξέρεις να χαίρεσαι, ΑντιγόνηΟ Πατέρας στο υπόγειο
στον τόπο της αυτοτιμωρίας του
– Φύγε μακριά!
ούρλιαζε όταν πλησίαζα
πετούσε καταπάνω μου
το πιάτο του μ’ ό,τι είχε μέσα
τον έπιανε βήχας, πνιγόταν
προτιμούσε να μείνει στον τόπο
παρά να πιει απ’ το χέρι μου νερό
Η Μητέρα τον είχε εγκαταλείψει
οριστικά