Το παιχνίδι με τις χάντρες
€15.80 €14.20
“… Οι κανόνες αυτοί (του παιχνιδιού με τις χάντρες), δηλαδή η σημειολογική του γλώσσα και γραμματική, συνιστούν ένα είδος υψηλά ανεπτυγμένου αποκρυφικού γλωσσικού οργάνου που το συγκροτούν πλήθος επιστήμες και τέχνες, ειδικότερα όμως τα μαθήματα και τη μουσική (…), κι έχει την ικανότητα να εκφράζει και ν’ αποκαθιστά σχέσεις ανάμεσα στο περιεχόμενο και τα πορίσματα όλων σχεδόν των γνωστικών συστημάτων. Έτσι, το “Παιχνίδι με τις χάντρες” είναι ένας τρόπος να παίζει ελεύθερα κανείς με το σύνολο των περιεχομένων και αξιών του πολιτισμού μας”.
Μ’ αυτό τον τρόπο ο Έρμαν Έσσε διατυπώνει σε πολύ γενικές γραμμές και εντελώς θεωρητικά την ουσία και το περιεχόμενο αυτού που αποκαλεί “Το παιχνίδι με τις χάντρες”. Η μορφή, όμως, του παιχνιδιού επιδέχεται τέτοιες και τόσες διαφοροποιήσεις, όσα είναι και τα εμπλουτίσματα, οι προσθαφαιρέσεις, και προπαντός οι αφαιρέσεις, οι σμικρύνσεις, οι μεγεθύνσεις και οι μεταρσιώσεις σε επίπεδο διαλογισμού που χαρακτηρίζουν ολόκληρο το μυθιστόρημα, μόνο και μόνο για ν’ αναδείξουν τον κάτοχο της γνώσης του παιχνιδιού σε Μάστορα, σε Δάσκαλο, σε Μάγιστρο, σε Μύστη.
Διαθεσιμότητα: Διαθέσιμο κατόπιν παραγγελίας
Σχετικά προϊόντα
- Γερμανική-Γερμανόφωνη
Μεφίστο
Klaus MannΤο μυθιστόρημα μιας καριέρας€21.00€19.00“Η ορχήστρα έπαιζε ακόμα φανφάρες, εκκωφαντικά και με ζήλο· ακόμα δεν είχαν καταλαγιάσει οι ζητωκραυγές του πλήθους. Στο μεταξύ, η Λόττε και ο χοντρός [Γκαίρινγκ] βρίσκονταν πια δίπλα στον υπουργό Προπαγάνδας και τον Χέφγκεν. Οι τρεις άνδρες ύψωσαν στα γρήγορα το χέρι, σε μια χαλαρή εκδοχή του επίσημου χαιρετισμού. Έπειτα ο Χέφγκεν, με σοβαρό, διακριτικό χαμόγελο, έσκυψε πάνω από το χέρι της μεγάλης κυρίας. Ιδού, οι τέσσερίς τους, έρμαια της φλογερής περιέργειας ενός επιλεγμένου κοινού: τέσσερις ισχυροί αυτής της χώρας, τέσσερις φορείς εξουσίας, τέσσερις θεατρίνοι – το αφεντικό της πληροφόρησης, ο ειδικός στις θανατικές καταδίκες και στους αεροπορικούς βομβαρδισμούς, η ευαίσθητη σύζυγος και ο χλομός ραδιούργος. Και το διαλεχτό κοινό να παρατηρεί πώς ο χοντρός χτύπησε φιλικά στον ώμο τον διευθυντή του θεάτρου με τόση θέρμη που αντήχησε παντού, και πώς, γελώντας τραχιά, τον ρώτησε: “Λοιπόν, πώς πάει, Μεφίστο;”
Το μυθιστόρημα “Μεφίστο” διηγείται την ιστορία του ηθοποιού Χέντρικ Χέφγκεν, από το ξεκίνημά του στο Θέατρο Τέχνης του Αμβούργου το 1926 μέχρι το 1936 που ο Χέφγκεν αναδείχθηκε λαμπρό αστέρι του νέου Ράιχ.
Όταν οι ναζί καταλαμβάνουν την εξουσία στη Γερμανία, εκείνος απαρνείται το κομμουνιστικό παρελθόν του και εγκαταλείπει σύζυγο και ερωμένη για να συνεχίσει να παίζει στο θέατρο. Ο πτέραρχος πρωθυπουργός και ο υπουργός Προπαγάνδας τον πρόσεξαν στην παράσταση του Μεφίστο και ο Χέφγκεν έγινε διευθυντής του Κρατικού Θεάτρου. Συνάπτει λοιπόν συμφωνία με τον Διάβολο προδίδοντας τις αξίες που άλλοτε υποστήριζε. Στο τέλος γίνεται “μαϊμού της εξουσίας”, “παλιάτσος που διασκεδάζει δολοφόνους”. Αλλά οι ηθικές συνέπειες της προδοσίας του αρχίζουν να τον κυνηγούν, μετατρέποντας τον κόσμο των ονείρων του σε εφιάλτη.
Το βιβλίο είναι ένα πανόραμα της κοινωνίας στο Γ’ Ράιχ – με σαφή στοιχεία σάτιρας. Ο Κλάους Μανν βλέπει τον ηθοποιό Χέφγκεν ως το σύμβολο “ενός εξ ολοκλήρου αναληθούς, ανήθικου καθεστώτος”, όπως έγραψε στην αυτοβιογραφία του.
Το Μεφίστο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1936 στο Άμστερνταμ, στον εκδοτικό οίκο Querido, που εξέδιδε βιβλία εξόριστων γερμανόφωνων συγγραφέων, όπως του Alfred Doblin, του Heinrich Mann, του Joseph Roth και της Anna Seghers. Μετά την πρώτη του έκδοση, δημοσιεύτηκε σύντομα σε 19 χώρες. Το 1966, η κυκλοφορία του στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας απαγορεύτηκε με δικαστική απόφαση. Το 1981, παρά την απαγόρευση, κυκλοφόρησε μια νέα έκδοσή του και το βιβλίο απέκτησε φανατικό κοινό - Γερμανική-Γερμανόφωνη
Οι εκατό μέρες
Joseph Roth€15.90€14.30Ο ασύγκριτος Γιόζεφ Ροτ, στο μυθιστόρημα αυτό του 1935, φαντάζεται τις τελευταίες ένδοξες μέρες του Ναπολέοντα, τις εκατό μέρες αφότου κατάφερε να δραπετεύσει από τη νήσο Έλβα ως την τελειωτική του ήττα στο Βατερλώ. Η αφήγηση αυτού του εντυπωσιακού έργου, που τοποθετείται στο πρώτο εξάμηνο του 1815 κυρίως στο Παρίσι, γίνεται από δύο διαφορετικές οπτικές γωνίες: Από τη μία είναι ο ίδιος ο Ναπολέοντας κι από την άλλη η ταπεινή αφοσιωμένη πλύστρα του παλατιού Αντζελίνα Πιέτρι, μια άτυχη κοπέλα που του ‘χει δώσει οριστικά και αμετάκλητα την καρδιά της. Ο Ροτ καταφέρνει να εκφράσει με αριστοτεχνικό τρόπο τη βαθιά θλίψη που συνδέει τη μοίρα τους. Η λυρική κομψότητα και οι υποβλητικές ατμοσφαιρικές λεπτομέρειες, που αποτελούν την υπογραφή του Ροτ, στις “Εκατό μέρες” αγγίζουν την τελειότητα. Αυτό που ιδίως ελκύει τον Ροτ -το αποκαλύπτει σε μια επιστολή- είναι η δυνατότητα να δείξει τον Ναπολέοντα “στη μόνη φάση της ζωής του στην όποια εμφανίζεται η “ανθρώπινη” πλευρά του και συνάμα η δυστυχία του… Θέλησα να παρουσιάσω έναν “μεγάλο άνδρα” σαν έναν “ταπεινό” άνθρωπο”. Για να δείξει αυτή την κρυφή πλευρά του Ναπολέοντα, τη στραμμένη προς το σκοτάδι και την αυτοκαταστροφή, ο Ροτ διεισδύει με λεπτότητα και ταυτόχρονα με ωμότητα στην ψυχολογία του. Αλλά το πιο επιτυχημένο τέχνασμα ήταν το ότι αντιστοίχισε τη μοιραία πορεία του Ναπολέοντα -πολύ δύσκολο να την αφηγηθείς μετά τις τόσες εξιστορήσεις που έχουν γίνει- με εκείνη της άσημης Αντζελίνας Πιέτρι, μιας πλύστρας στο παλάτι, μίας εκ των αναρίθμητων γυναικών που “όπως όλες οι γυναίκες της χώρας (ίσως κι όλες οι γυναίκες όλης της γης) αγαπούσαν τον αυτοκράτορα “. Στο τέλος, μολονότι η σκιά της Ιστορίας μοιάζει να δυναστεύει το πάντα, θα φανεί πως οι δύο μοίρες κατά κάποιο τρόπο συγκλίνουν στην απόγνωση και σε μια πεισματική αφοσίωση.
- Γερμανική-Γερμανόφωνη
Φυγή στο σκοτάδι
Schnitzler Arthur€10.50€9.50” […] Μολονότι οι επαγγελματικές υποχρεώσεις και γενικά οι συνθήκες της ζωής τους διέκοπταν την προσωπική επικοινωνία ανάμεσα στ’ αδέλφια για μέρες ή και για βδομάδες καμιά φορά, πάντα συνέβαινε κάτι, συνήθως ασήμαντο, που τους θύμιζε πως συνδέονταν μ’ ένα δεσμό αδιαμφισβήτητο και συμπαγή. Κυρίως ο νεότερος από τους δύο, σκεφτόταν σ’ αυτές τις περιπτώσεις πως όλες οι άλλες περασμένες ή υφιστάμενες σχέσεις που είχε, κατά καιρούς, ακόμα και εκείνη με την εξαίρετη μα πεθαμένη από καιρό γυναίκα του, ήταν κατώτερες και πίστευε, όλο και περισσότερο, πως αυτή η αδελφική σχέση δεν ήταν μόνο ό,τι καλύτερο και αγνότερο κατείχε στη ζωή του, αλλά και από μια γενικότερη θεώρηση των πραγμάτων, το μοναδικό πράγμα που του πρόσφερε μια φυσική σταθερότητα. Ακόμη μεγαλύτερη από αυτή των γονέων, που αργά ή γρήγορα εξαφανίζονται από τη ζωή μας, ή από τη σχέση μας με τα παιδιά, που, όπως γνώριζε ο Ρόμπερτ μέσω τρίτων, τα χάνει κανείς από τα νιάτα τους ακόμα. Και το κυριότερο : ήταν μια σχέση απαλλαγμένη από τη θολή ταραχή που εμφανίζεται απρόσμενα από τα σκοτεινά βάθη της ψυχής και συνηθίζει να σκιάζει τις επαφές ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες. […] “. Η “Φυγή στο σκοτάδι” είναι μια νουβέλα μοναχική και μοναδική μέσα στο τεράστιο έργο του Αυστριακού συγγραφέα. Η μοναχικότητά της συνίσταται στο ότι δεν μπορεί να ενταχθεί σε κάποια ομάδα ή να συγκριθεί με άλλα βιβλία του. Είναι μοναχική, γιατί κανένα άλλο κείμενο του Σνίτσλερ δεν δέχτηκε τόσες αλλαγές και δεν ταλαιπώρησε τόσο τον δημιουργό του όσο αυτή. Κι επίσης γιατί σπάνια συναντούμε στην παγκόσμια λογοτεχνία το φαινόμενο της απόκρυψης από τη δημοσιότητα ενός τέτοιας αξίας λογοτεχνήματος για τόσο μεγάλο διάστημα. Είναι μοναδική, γιατί είναι σπαραχτικά εξομολογητική. Πουθενά αλλού ο συγγραφέας δεν μιλάει τόσο ανοιχτά για τις κρίσεις πανικού που τον βασάνιζαν, για τη μανία καταδίωξης, την υποχονδρία, τα κόμπλεξ και για τη λατρεία που ένιωθε για τον αδελφό του – έναν άνθρωπο που αγαπούσε, μα που δεν μπόρεσε ποτέ να κατακτήσει. Η νουβέλα δημοσιεύεται με εισαγωγή, μετάφραση και χρονολόγιο του Αλέξανδρου Ίσαρη.
- Γερμανική-Γερμανόφωνη
Ο Σταθμάρχης Φαλλμεράυερ
Roth Joseph€10.50€9.50Η παράξενη ιστορία του Αυστριακού σταθμάρχη Άνταμ Φαλλμεράυερ αξίζει αναμφίβολα να γραφτεί, για να μην ξεχαστεί. Έχασε τη ζωή του –που ειρήσθω εν παρόδω δεν επρόκειτο να ήταν λαμπρή, ίσως ούτε καν ικανοποιητική– με τρόπο πολύ περίεργο. Σύμφωνα με όλα όσα ξέρουν οι άνθρωποι ο ένας για τον άλλον, κανείς δεν θα μπορούσε να προβλέψει μοίρα ασυνήθιστη για τον Φαλλμεράυερ. Και όμως : Η μοίρα αυτή τον βρήκε, τον έπιασε στα χέρια της – και ο ίδιος φάνηκε μάλιστα να της παραδίδεται σχεδόν μ’ ευχαρίστηση. […]
Η θύελλα της αγάπης, που από τη μοιραία νύχτα της καταστροφής στο σταθμό του Λ. είχε αρχίσει να φουντώνει στην καρδιά του Φαλλμεράυερ, είχε πια συνεπάρει και τη γυναίκα, την είχε ξεσηκώσει και την είχε πάρει χιλιάδες μίλια μακριά από το σπίτι και τη ζωή της, από την πραγματικότητα που ήξερε και ζούσε. Την είχε παρασύρει στον άγριο και άγνωστο τόπο των συναισθημάτων και των σκέψεων. Αυτός ο τόπος ήταν πια η πατρίδα της. Ό,τι κι αν γινόταν στον μεγάλο ανάστατο κόσμο δεν τους ένοιαζε τους δυό τους. […]
Μπροστά του ήταν ξαπλωμένη η ξένη, με το κεφάλι της γερμένο στο δικό του μαξιλάρι, κάτω από τα δικά του σκεπάσματα. Ο Φαλλμεράυερ μουρμούριζε κάτι ακατάληπτο. Η γυναίκα, με τα μεγάλα σκοτεινά μάτια της, με το άσπρο καλογραμμένο της πρόσωπο, πλατύ και ανοιχτό σαν ξένο, όμορφο τοπίο, ακουμπισμένο στα μαξιλάρια του, σκεπασμένη με το δικό του πάπλωμα, η γυναίκα έλεγε : « Γιατί δεν κάθεστε ; » Αυτό του έλεγε, κάθε μέρα δύο φορές. Μιλούσε τα γερμανικά με τη σκληρή ξενική προφορά των Ρώσων. Με φωνή βαθιά, παράξενη. Όλο το μεγαλείο της απεραντοσύνης, όλη η δόξα του άγνωστου μέσα στο λαρύγγι της.