Τα Πράσινα Παντζούρια
Το 1950 ο Σιμενόν βρίσκεται στην Αμερική. Είναι γεμάτος σχέδια και δουλεύει πυρετωδώς. Πιστεύει πιο πολύ παρά ποτέ ότι το επόμενο βιβλίο του είναι το καλύτερό του. Πρόκειται ακριβώς για τα Πράσινα παντζούρια, «το βιβλίο που οι κριτικοί περιμένουν από καιρό και ήλπιζα πάντα να γράψω μια μέρα». Μια στενή του φίλη σχολίασε ότι για καιρό ένιωθε τρομαγμένη από τη δύναμή του. Ο Σιμενόν το θεωρεί «κεντρικό έργο» στη μεγάλη παραγωγή του. Ο Γκαλλιμάρ το θαυμάζει απεριόριστα.
Θέμα του : Το πορτραίτο ενός μεγάλου ηθοποιού, του Εμίλ Μωζέν, ιερού τέρατος της θεατρικής σκηνής και του κινηματογράφου προς το τέλος της ζωής του, που την έζησε ακραία, όχι μόνο εργαζόμενος σκληρά αλλά και πίνοντας και έχοντας αναρίθμητες ερωμένες. Είναι κυνικός και φαίνεται απόμακρος. Μετά από μια απειλητική διάγνωση από τον καρδιολόγο του, ξανακοιτάζει όλη του τη ζωή και νιώθει ένα τεράστιο αίσθημα ενοχής που δεν μπορεί να το διαχειριστεί. Συνεχίζει να ζει ακραία, θέτοντας όμως θέματα στον εαυτό του και αναρωτώμενος πότε θα έρθει το τέλος.
Είναι ένα ιδιότυπο και δυναμικό μυθιστόρημα, με πολλές ενδοσκοπήσεις στους τρόπους με τους οποίους οι ηθοποιοί δημιουργούν χαρακτήρες. Υπάρχουν όμως πολλοί παραλληλισμοί και με την ψυχολογία ενός συγγραφέα, καθώς και ένα διακριτό καφκικό στοιχείο στις φανταστικές σκηνές «δίκης» και ειδικά κατά τα τελικά στάδια της ζωής του ηθοποιού.
Ο μεγάλος φόβος του Σιμενόν ήταν ότι το βιβλίο θα μπορούσε να θεωρηθεί πως αναφέρεται σε υπαρκτούς σπουδαίους ηθοποιούς της εποχής του, όπως ο Raimu, ο Michel Simon, ο W. C. Fields ή ο Charlie Chaplin. Σχολίασε σχετικά : «Είναι αδύνατον να δημιουργήσεις ένα πρόσωπο του χώρου τους, με το δικό τους βεληνεκές, και να μη δανειστείς ορισμένα χαρακτηριστικά, κάποια τικ, από τον έναν ή τον άλλον. Όλα τα υπόλοιπα είναι καθαρή μυθοπλασία». Ένας προσεκτικός όμως αναγνώστης από τη Βολιβία, που αλληλογραφούσε με τον Σιμενόν, παρατήρησε ότι ο Μωζέν ήταν μάλλον ο ίδιος ο συγγραφέας, αναγνωρίζοντας πολλά, περισσότερο ή λιγότερο κρυμμένα χαρακτηριστικά του.