Είναι η γλώσσα αυτό που διαχωρίζει τους ανθρώπους από τα άλλα ζώα, όπως έχουν υποστηρίξει πολλοί; Ή μήπως τα ζώα μιλούν τις δικές τους γλώσσες, μεταξύ τους και προς εμάς; Σε αυτό το απρόβλεπτο και διαφωτιστικό βιβλίο η Εύα Μέιερ διερευνά τέτοιου είδους ερωτήματα. Μας μιλά για τον Άλεξ, τον γκρίζο παπαγάλο που ήξερε περισσότερες από εκατό λέξεις, και την Τσέισερ, το τσοπανόσκυλο που είχε ταλέντο στη γραμματική. Μας παρουσιάζει τη Γουάσο, τον χιμπατζή που ανατράφηκε από ανθρώπους μαθαίνοντας τη νοηματική γλώσσα, τον Κόζικ, τον ελέφαντα που μιλούσε στους ανθρώπους στη δική τους γλώσσα ενώ στη θηλυκή σύντροφό του στη γλώσσα των ελεφάντων, και τον Νοκ, τη λευκή φάλαινα που μιμούνταν την ανθρώπινη ομιλία. Επισημαίνει επίσης πως οι σκύλοι είναι ικανοί να ερμηνεύσουν το γρύλισμα των άλλων σκύλων και πως οι πίθηκοι μάρμοζετ μιλούν ο καθένας με τη σειρά του, διδάσκοντας μάλιστα τη συγκεκριμένη δεξιότητα στα παιδιά τους. Οι Γλώσσες των ζώων έρχονται να μας δείξουν ότι η γλώσσα είναι πιο πλούσια και ευρεία από όσο φανταζόμασταν και ότι η ουσιαστική έκφραση δεν προϋποθέτει ανθρώπινες λέξεις.
Απόσταγμα, σχεδόν βιωματικό, από την πολύχρονη διδασκαλία μου στη Σορβόννη, το πόνημα αυτό απευθύνεται σε όσους από τους Νεοέλληνες ταλανίζονται με το πρόβλημα της ελληνικής ιστορικής συνέχειας και στους ξένους (κυρίως τους Δυτικοευρωπαίους και τους Αμερικάνους βλαστούς τους) που αρκούνται στην επιλεκτική γνώση του παρελθόντος τους. Στόχος μου λοιπόν να βάλω, κατά το δυνατόν, έστω εκ του πλαγίου και λάθρα σχεδόν, το Βυζάντιο στη θέση που τα επιτεύγματά του μας υπαγορεύουν: να πω συνοπτικά, εννοώ, αυτά που το αναδεικνύουν ως την πρώτη ευρωπαϊκή αυτοκρατορία και που εξηγούν, όχι μόνο το πολιτιστικό μεγαλείο του (και αυτό ανεπαρκώς ακόμη γνωστό), αλλά και την ασυνήθη για παγκόσμια δύναμη (όπως ήταν κάποτε το Βυζάντιο) μακροβιότητά του. Με αυτό το σκεπτικό ως προτεραιότητα, η επιλογή των θεμάτων που ανέπτυξα και ανέλυσα εδώ (πλην του ιστορικού πλαισίου που προτείνω σαν καμβά, θα έλεγα, του κεντήματος) σχετίζεται κυρίως με φαινόμενα μακράς διάρκειας, που μπορούν κάπως να ερμηνεύσουν αντιδράσεις ατομικές ή ομαδικές των Βυζαντινών απέναντι στις προκλήσεις του καιρού τους και ίσως και να εξηγήσουν το “Γιατί” της βυζαντινής πολιτικής εμβέλειας.
Σκεφτείτε ότι δύο γιατροί στην ίδια πόλη καταλήγουν σε διαφορετικές διαγνώσεις για πανομοιότυπους ασθενείς ή ότι δύο δικαστές στο ίδιο δικαστήριο επιβάλλουν προδήλως διαφορετικές ποινές σε κατηγορουμένους που έχουν διαπράξει το ίδιο έγκλημα. Υποθέστε ότι διαφορετικοί συνεντευξιαστές στην ίδια εταιρεία λαμβάνουν διαφορετικές αποφάσεις για υποψήφιους εργαζομένους με τις ίδιες δεξιότητες ή ότι η αντιμετώπιση των παραπόνων των πελατών σε μια εταιρεία εξαρτάται από το άτομο που τυχαίνει να σηκώσει το τηλέφωνο. Φανταστείτε τώρα ότι κάποιος γιατρός, δικαστής ή συνεντευξιαστής λαμβάνει διαφορετικές αποφάσεις ανάλογα με το αν είναι πρωινή ή απογευματινή ώρα, ημέρα Δευτέρα ή Τετάρτη, κ.ο.κ. Όλα αυτά συνιστούν παραδείγματα θορύβου —παραδείγματα μεταβλητότητας και διακύμανσης σε κρίσεις που θα έπρεπε να είναι πανομοιότυπες.
Στο παρόν βιβλίο παρουσιάζονται οι βλαπτικές συνέπειες του θορύβου σε πολλά πεδία, συμπεριλαμβανομένων της ιατρικής, του δικαίου, των οικονομικών προγνώσεων, της αξιολόγησης επιδόσεων, της ιατροδικαστικής, της εγγυοδοσίας, της χορήγησης ασύλου, της ανάθεσης γονικής επιμέλειας, των επιχειρηματικών στρατηγικών και της επιλογής προσωπικού. Όπου υπάρχει ανθρώπινη κρίση, υπάρχει και θόρυβος. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ούτε τα άτομα ούτε οι οργανισμοί έχουν επίγνωση του προβλήματος. Εντούτοις, με λίγες απλές μεθόδους μπορούμε να μειώσουμε τόσο τον θόρυβο όσο και τις ψυχολογικές μεροληψίες, με σκοπό τη λήψη καλύτερων αποφάσεων.
Εφοδιασμένο με πρωτότυπες σκέψεις και τις αντλούμενες από την έρευνα ιδέες που χάρισαν στα πρωτοποριακά βιβλία Σκέψη, αργή και γρήγορη και Nudge τον τίτλο «μπεστ-σέλερ των New York Times», ο Θόρυβος εξηγεί πώς και γιατί οι άνθρωποι στις κρίσεις μας είμαστε τόσο επιρρεπείς στον θόρυβο και τι μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτό.
Αυτό το βιβλίο επιχειρεί να φωτίσει τη σκηνή της Γεθσημανή σε όλες τις πτυχές της. Γιατί όμως να επιστρέψουμε στη νύχτα της Γεθσημανή; Κυρίως, γιατί να το κάνει αυτό ένας ψυχαναλυτής; Η απάντηση για μένα –ή, καλύτερα, σε μένα τον ίδιο– είναι ξεκάθαρη: Γιατί, μέσω αυτής της σκηνής, το βιβλικό κείμενο μιλάει για τον άνθρωπο με τρόπο ριζοσπαστικό, αγγίζει την ουσία της ανθρώπινης συνθήκης, της συνθήκης «χωρίς Θεό», την ευθραυστότητα του ανθρώπου, την έλλειψή του, την αγωνία του. Οι πληγές της εγκατάλειψης και της προδοσίας, η πληγή του αναπόφευκτου θανάτου δεν είναι, άραγε, οι πιο βαθιές πληγές που καλείται να αντέξει;
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies έτσι ώστε να μπορούμε να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία χρήστη. Οι πληροφορίες cookie αποθηκεύονται στο πρόγραμμα περιήγησής σας και εκτελούν λειτουργίες όπως η αναγνώρισή σας όταν επιστρέφετε στον ιστότοπό μας και η βοήθεια της ομάδας μας να κατανοήσει ποιες ενότητες του ιστότοπου θεωρείτε πιο ενδιαφέρουσες και χρήσιμες.
Απολύτως Απαραίτητα
Τα απολύτως απαραίτητα cookie πρέπει να είναι ενεργοποιημένα ανά πάσα στιγμή, ώστε να μπορούμε να αποθηκεύσουμε τις προτιμήσεις σας για τις ρυθμίσεις cookie.
If you disable this cookie, we will not be able to save your preferences. This means that every time you visit this website you will need to enable or disable cookies again.
Google Analytics
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Google Analytics για τη συλλογή ανώνυμων πληροφοριών, όπως ο αριθμός των επισκεπτών στον ιστότοπο και οι πιο δημοφιλείς σελίδες.
Η διατήρηση αυτού του cookie ενεργοποιημένου μας βοηθά να βελτιώσουμε τον ιστότοπό μας.
Please enable Strictly Necessary Cookies first so that we can save your preferences!