Οι Εξισώσεις
€9.00 €8.10
Ο ξαφνικός θάνατος του καθηγητή Πιερ Μενάρ άφησε πίσω του μια σειρά από σημειώσεις και τετράδια τα οποία αναλαμβάνει να εκδώσει ο τελευταίος συνεργάτης του. Τα σχόλιά του αναδεικνύουν όχι μόνο το έργο του καθηγητή μα και τη δύσκολη και τεταμένη σχέση που είχαν μεταξύ τους. Σ’ αυτό το υβριδικό μυθιστόρημα ο Βασίλειος Δρόλιας γράφει για τη σύγχρονη φυσική και την επιστήμη γενικότερα, εξετάζοντας την αμιγώς επιστημονική όσο και την κοινωνική της υπόσταση. Οι σχέσεις, τα πάθη και οι φιλοδοξίες των ερευνητών συνδέονται με τις φιλοσοφικές αναζητήσεις και τους προβληματισμούς του συγγραφέα σε μια σύνθεση που χαρακτηρίζεται από ειλικρίνεια και πάθος για τη γνώση και τη ζωή.
Διαθεσιμότητα: Διαθέσιμο κατόπιν παραγγελίας
Σχετικά προϊόντα
- Ελληνική πεζογραφία
Ο Ταχυδρόμος
Γιώργος Παπαδάκης€15.00€13.50Κρατικό βραβείο μυθιστορήματος 2019
Ο ήρωας του βιβλίου, ένας ταπεινός ταχυδρόμος, αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο την ιστορία του, που διαδραματίζεται σε μια ορεινή κοινότητα της μεταπολεμικής Κρήτης. Ευαίσθητος παρατηρητής μιας σκληρής πραγματικότητας, ο ταχυδρόμος άγεται και φέρεται από την κοινωνία, από προξενιά με πλεκτάνες, από ατελέσφορες αγάπες, τέλος από έναν έγγαμο βίο με πολλά μυστικά και ψέματα – ώσπου κάποτε αφυπνίζεται και γίνεται ο ίδιος δράστης οδηγώντας την αφήγηση στην πλήρη ανατροπή της πλοκής και εκτινάσσοντάς την προς τη δραματική κάθαρση.
Η αγάπη και οι δυνατότητές της, οι αυστηροί περιορισμοί των εθίμων στα υψόμετρα των βουνών, η μνήμη, ο έρωτας και ο θάνατος αναπτύσσονται με μια γλώσσα ποιητική, σπάνιας ωριμότητας στην πεζογραφία μας – μιας γλώσσας που δεν αφήνει περιθώρια στη συγκίνηση να “καταπιεί” την αφήγηση. Η γλώσσα γίνεται και αυτή πρωταγωνίστρια του βιβλίου, επαναφέροντας με ορμή το ερώτημα περί της αυθεντικής λογοτεχνία - Ελληνική πεζογραφία
Εντολή
Διδώ Σωτηρίου€17.25€15.50Η «Εντολή» της Διδώς Σωτηρίου είναι ένα βιβλίο πολιτικής λογοτεχνίας με καυτά βιώματα. Ζωντανεύει μυθιστορηματικά τις περιπέτειες της μεταπελευθερωτικής Ελλάδας (1944-1952), που δεν έπαψε να ‘χει τη μοίρα του Σίσυφου. Με πλαίσιο το χρονικό της σύλληψης, της δίκης και της εκτέλεσης του Κωστή, ενός παλικαριού που δεν αργούμε να μάθουμε πως είναι ο Νίκος Μπελογιάννης, παρακολουθούμε με σφιγμένη ανάσα να γκρεμίζονται στο χάος οι προσδοκίες, τα όνειρα και οι θυσίες του ελληνικού λαού για να στεριώσει το δρόμο του ο ιμπεριαλισμός στην Ανατολική Μεσόγειο. Εφιαλτικές πλεκτάνες ξένων και εγχώριων μυστικών υπηρεσιών, αντικομμουνιστική υστερία, δίκες, εκτελέσεις, τρόμος με στόχο το διαμελισμό των δημοκρατικών δυνάμεων. Η θυσία του Μπελογιάννη. Η αλήθεια για τον Πλουμπίδη. Τα λάθη της Αριστεράς και του Κέντρου. Ντοκουμέντα γνωστά και ντοκουμέντα που πρώτη φορά βλέπουν το φως της δημοσιότητας. Η «Εντολή» χαρακτηρίστηκε σαν «συνταραχτικό μεγάλο έργο, πολιτικής ευθύνης». «Γραμμένο αντικειμενικά, τεκμηριωμένα και γι’ αυτό πειστικά, με μπρεχτικής μορφής αποστασιοποίηση, είναι τελικά ένας ύμνος στην παλικαριά, στον πατριωτισμό και στην εντιμότητα της περήφανης γενιάς της Αντίστασης που σφαγιάστηκε…»
- Ελληνική πεζογραφία
Βάρδια
Νίκος Καββαδίας€17.00€15.30Ο ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ, (1910-1975), έγινε πολύ νωρίς γνωστός στην Ελλάδα με την πρώτη του ποιητική συλλογή, «Μαραμπο», που εκδόθηκε το 1933 και που για καιρό πλήθος ναυτικοί την ήξεραν απέξω. Διατήρησε σ’ όλη του τη ζωή το παρωνύμιο «Μαραμπού» – το όνομα του κακοσήμαδου και καταραμένου πουλιού που είχε διαλέξει στα είκοσί του χρόνια για να συμβολίσει τον εαυτό του. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο λόγος, για τον οποίο δημοσίευσε τη «Βάρδια», το 1954, προτού σωπάσει για είκοσι χρόνια, ήταν να εξερευνήσει ένα νέο εκφραστικό τρόπο. Ονειρεύτηκε εν συνεχεία -ή καμώθηκε πως ονειρεύτηκε- να γράψει απομνημονεύματα. «Μα θα με σκοτώσουν αν τα διηγηθώ όλα», συνήθιζε να λέει. Στην πραγματικότητα, η ίδια η «Βάρδια» ήταν μυθιστόρημα, ποίημα και αναμνήσεις συγχρόνως. Μέσα στο βιβλίο υπάρχει καταρχάς η ιστορία ενός ταξιδιού. Στη θάλασσα της Κίνας, ένα παμπάλαιο φορτηγό, σαραβαλιασμένο -ένα από κείνα τα σαπιοκάραβα που είχαν ήδη πουληθεί για παλιοσίδερα και που οι έλληνες εφοπλιστές τα πήγαιναν για επιδιόρθωση στο Ρότερνταμ και ύστερα τά ‘βαζαν να γυρίζουν τις θάλασσες για χρόνια ακόμα- έχει βάλει πλώρη για το Σαντούν. Αλλά το ουσιώδες έγκειται στις συνομιλίες. Σ’ αυτές ακριβώς θεμελιώνεται το έργο. Στις ατελείωτες ώρες της βάρδιας, οι ναυτικοί -ο θερμαστής, ο καπετάνιος ή ο ασυρματιστής, όπως ήταν ο συγγραφέας- αναμασούν από κοινού την κατάστασή τους. Τη ζωή τους την αντιλαμβάνονται ως κατάρα, αλλά μια κατάρα που την αποδέχονται και την επιζητούν: δεν υπάρχει γι’ αυτούς χειρότερη δυστυχία από τη ζωή στη στεριά, την αναγκαστική αργία, την αποχώρηση που τους θάβουν ζωντανούς. Υπάρχει μια παράδοξη διαλεκτική αγάπης και μίσους, δυσπιστίας και συνενοχής ανάμεσα σ’ αυτούς τους ναυτικούς και το πλοίο τους: αιχμάλωτοι και ξεριζωμένοι μαζί, απεχθάνονται καθετί που θα μπορούσε να τους ελευθερώσει, να σταματήσει την πορεία τους. Μέσω των συζητήσεών τους εισάγονται στην αφήγηση ανέκδοτα και αναμνήσεις – μια ολόκληρη σειρά από ιστορίες, εκτεταμένες ή σύντομες, κωμικές ή φρικιαστικές, πάντα συναρπαστικές, που συνιστούν ένα δεύτερο πλάνο του έργου. Τις πιο μακριές αφηγήσεις τις κάνει ο ασυρματιστής που εκπροσωπεί σαφώς το συγγραφέα και εξάλλου ονομάζεται Νικόλας, όπως εκείνος. Όταν η αφήγηση περνάει στο πρώτο πρόσωπο, περίπου στη μέση του βιβλίου, το μυθιστόρημα φτάνει στην αρτίωσή του. Με το τέχνασμα αυτό αποκτά, πρώτα πρώτα, μια λυρική διάσταση: ένα πλήθος από ονειροπολήσεις ή φαντασιώσεις εκφράζονται, μέσω αληθινών ποιημάτων, σε πρόζα. Αλλά κυρίως το μυθιστόρημα παίρνει τώρα οριστικά ένα χαρακτήρα εξομολόγησης. Εξάλλου, όλες οι αφηγήσεις των ναυτικών είναι επίσης εξομολογήσεις, που αποσπώνται από χείλη που μοιάζουν να μη θέλουν να τις κάνουν. Οι εξομολογήσεις του ασυρματιστή, που είτε τραβούν σε μάκρος είτε, εντελώς αντίθετα, κομματιάζονται και ολοκληρώνονται στα κλεφτά, με αποσπάσματα στη μέση άλλων αφηγήσεων, κυριαρχούν στο έργο. Ένα αίσθημα ενοχής τεράστιο, εμετικό, αφόρητο αναδίδεται απ’ αυτές: «Ό,τι αγγίζω σαπίζει. Δεν πεθαίνει, σαπίζει». Μέσα σ’ ένα κλίμα συντέλειας του κόσμου, η πατρίδα – Ανατολή δεν επιφυλάσσει στον ταξιδιώτη παρά το θέαμα της ερήμωσης, της πορνείας, της σύφιλης και του θανάτου – καθρέφτη αψευδούς της σήψης του παρελθόντος που έχει μόλις βγει στην επιφάνεια, ακολουθώντας το νήμα των αναμνήσεων. Σ’ αυτό τον τόπο καταγωγής δεν μπορούν καν ν’ αράξουν. Ο αιώνιος πλάνης δεν έχει το δικαίωμα της επιστροφής. Περιπέτεια ξεχωριστή, εξωτική, φαντασμαγορία με χίλια χρώματα, πότε ποιητική, πότε άσεμνη, πότε παραληρηματική. Μα σίγουρα κι ακόμα πιο πολύ, εικόνα πιθανή, εικόνα πολύ αληθοφανής της άχαρης μοίρας μας.
- Ελληνική πεζογραφία
Η πόλη που δεν ήθελα να θυμάμαι το όνομά της
Γιώργος Φιορέντζης€14.80€13.30Με αφορμή ένα reunion 30 χρόνια μετά, θα επιστρέψει πίσω στην πόλη που μεγάλωσε. Εκεί θα μπει σε μία ιδιότυπη μηχανή του χρόνου και θα ξεκινήσει ένα ταξίδι στο χρόνο με μικρές αυτοτελείς ιστορίες που όλες όμως συνδέονται κάπως μεταξύ τους.
Το ταξίδι ξεκινάει στην πλατεία των Λιονταριών, που υπάρχουν χυμένες κολόνιες στο δρόμο και πειρατικά καράβια, πετάγεται για λίγο στην Παλαιόχωρα και στον Μακρύ Γιαλό που πέφτει από μπαλκόνια, ταξιδεύει με τα παλιά πλοία της Κρήτης, ακούει ραδιοφωνικό θέατρο σε μια μικρή αποθήκη κάπου κοντά στον Άγιο Μηνά, ξεσαλώνει στην παλιά «Αθηνά», πάει στο Ανωγειανό Δημοτικό και στο 2ο Γενικό Γυμνάσιο και Λύκειο. Βλέπει πεθαμένους νεκροθάφτες που τον βρίζουν, φλερτάρει με όμορφα φαντάσματα σε πάρτι, γνωρίζει τα σινεμά της πόλης, βλέπει πλοία – φαντάσματα στον Άγιο Νικόλαο και ακούει ριζίτικα σε χασαποταβέρνες.
Πριν χαθεί σε ένα δάσος κάπου στη Μακεδονία, περνάει μια βόλτα από το «Καφεθέατρο», τρώει ζεστές καραμέλες μέντες στο Καμαράκι και βλέπει πεθαμένους αρχιεπίσκοπους να κουνιούνται στον Άγιο Μηνά. Τέλος παίρνει ένα παλιό ταξί Opel Record και γυρίζει πίσω στις 23 Μαΐου του 1941, την ώρα των βομβαρδισμών από τους Γερμανούς, παίρνει μέρος σε μάχες με τους Τούρκους σε μοναστήρια – φρούρια στο Πετροκεφάλι, ακούει Carmen στο γυμναστήριο του Τσακιρίδη και καταλήγει στο ξενοδοχείο του…
…την Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου του 2019 λίγο πριν τις 9 το βράδυ. Λίγο πριν το ραντεβού του δηλαδή με παλιούς φίλους που έχει να δει 30 χρόνια.