Ο Αγαπημένος
€8.50 €7.70
Όλη η ποίηση του Ρουμί δεν είναι παρά μια μεταξωτή κλωστή στα χέρια επιδέξιου υφαντή, που με την δεξιοτεχνία μυστικών διαδικασιών, μετατρέπεται σε περίτεχνο περσικό χαλί. Ζητούμενο πάντα ο Έρωτας. Ο ανεκπλήρωτος ανθρώπινος πόθος, που με κάθε μέσο αγωνίζεται να πραγματοποιηθή, δεν μπορεί πουθενά αλλού να εκπληρωθή παρά μόνο στην αγάπη.
Σχετικά προϊόντα
- Ελληνική Ποίηση
των σιωπηλών ΣΠΑΡΑΓΜΑΤΑ
Συλλογικόποιήτριες του αρχαίου κόσμου€15.90€14.40σε χαιρετώ γιέ της Ηώς·
μου έκανες τη χάρη να σ’ ακούσω
Μέμνονα
να ‘ναι καλά οι Πιερίδες Μούσες –
χάρη σ’ εκείνες τραγουδώ η φιλαοιδός Δαμώτη χάρη επιστρέφοντας
θα ψέλνω με τη λύρα μου τη δόξα σου αιώνια. - Ξενόγλωσση
Νυχτερινός Ουρανός με Τραύματα Εξόδου
Ocean Vuong€14.00€12.60Τα ποιήματα που έκαναν τον Όσιαν Βουόνγκ διάσημο σε όλο τον κόσμο και του χάρισαν το σημαντικότερο βραβείο αγγλόφωνης ποίησης, το T.S. Eliot, σε ηλικία μόλις 27 ετών.
Βραβείο ποίησης T.S. Eliot 2017
- Ελληνική Ποίηση
Αντιγόνη, μια κόρη μια χώρα
Ανδριτσάνου Ευαγγελία€11.50€10.50
ήταν εκείνο το στροβίλισμα
η ζωή έμοιαζε εύκολη γελοία ρευστή
αμέτρητα ζευγάρια πόδια χάραζαν
πλέγματα από φιγούρες ξέφρενες
χωρίς αρχή
χωρίς τέλος
χωρίς τελειωμό
και τα θύματα του χορού
οι σπρωγμένοι οι πατημένοι
οι διαμελισμένοι
σκόνη ψιλή που κατακάθιζε στις γωνίες
Η καρδιά μου φτερούγιζε κάθε ώρα
σαν πουλί πιασμένο που ψάχνει να ξεφύγει
έτρεχα να κρυφτώ σε σκοτεινά δωμάτια
σε τραβούσα απ’ το χέρι
πώς να με καταλάβεις
η διέγερση είναι το στοιχείο σου
ήθελες να με σύρεις πάλι πίσω
το ίδιο κι η αδελφή μου
μεταξύ σας ματιές γεμάτες νόημα
– Δεν ξέρεις να χαίρεσαι, ΑντιγόνηΟ Πατέρας στο υπόγειο
στον τόπο της αυτοτιμωρίας του
– Φύγε μακριά!
ούρλιαζε όταν πλησίαζα
πετούσε καταπάνω μου
το πιάτο του μ’ ό,τι είχε μέσα
τον έπιανε βήχας, πνιγόταν
προτιμούσε να μείνει στον τόπο
παρά να πιει απ’ το χέρι μου νερό
Η Μητέρα τον είχε εγκαταλείψει
οριστικά - Ελληνική Ποίηση
Τα ποιήματα 1967-2007
Γιώργης ΜανουσάκηςΤόμος Α´ - οι δημοσιευμένες συλλογές€20.00€18.00ΛΑΧΤΑΡΗΣΑ ΤΟΥΣ ΑΝΕΜΟΥΣ
Λαχτάρησα τοὺς ἀνέμους
μὲ τὰ μεγάλα φτερὰ τὰ αἱματοραντισμένα
ποὺ σ’ ἁρπάζουν στὴ δίνη τους
καὶ σ’ ἀνεβάζουν ψηλὰ
στὴ γειτονιὰ τοῦ πυροδότη ἥλιου.Βαρέθηκα τὶς νωχελικὲς αὖρες
καὶ τοὺς ψίθυρους ἀνάμεσα στὰ φύλλα.
Χαρίζω τὰ ὀστᾶ μου στὸ γραῖγο καὶ στὸ σιρόκο
νὰ τὰ κάμουν φλογέρες
γιὰ τοὺς ἀντρίκειους σκοπούς των.Ἴσως τραγουδήσουν ἐκεῖνα
ὅ,τι δὲν μποροῦνε τὰ χείλη μου
τὰ κολλημένα στὸ χῶμα νὰ ποῦνε.(Το ποίημα προέρχεται από τη συλλογή Το σώμα της σιωπής, 1970)