Και Κάτι Ακόμα
€18.90 €17.00
“Η καταιγίδα είχε πια κοπάσει και δεν ακουγόταν τίποτα, παρά μόνο μακρινές βροντές, σαν κάποιος που λέει «Α, και κάτι ακόμα…», είκοσι λεπτά αφότου είχε παραδεχτεί ότι είχε χάσει σε μια λογομαχία.”
Ντάγκλας Άνταμς
Διαθεσιμότητα: 1 σε απόθεμα
Σχετικά προϊόντα
- Ελληνική πεζογραφία
Ναυμαχία
Νίκος Κυριαζής€16.00€14.40“Όπως και στο Αρτεμίσιο, πρώτα ακούσαμε τον εχθρικό στόλο, μετά τον είδαμε. Σιγά στην αρχή, μια βουή που όλο δυνάμωνε έφτανε στα αυτιά μας, βουή από κύμβαλα και ταμπούρλα, βαρβαρικά τραγούδια, παφλασμό από κουπιά, χιλιάδες κουπιά που ρυθμικά όργωναν τη θάλασσα. Πλησίαζε η βουή, υπόκωφη, τρανή, φούντωνε, λες και ένας γίγαντας ερχόταν ή κάποιο τεράστιο θαλάσσιο τέρας, που η ανάσα του αντιλαλούσε στους χαμηλούς λόγγους της Σαλαμίνας. Τότε, ενώ η βουή μεγάλωνε, πιο κοντά, από τα αθηναϊκά πλοία, πρώτα νομίζω από το πλοίο του Θεμιστοκλή, στο κέντρο της αθηναϊκής μοίρας, ακούστηκε τραγούδι, ο παιάν της μάχης, το τραγούδι της ελεύθερης Ελλάδας, μια πρόκληση για το βαρβαρικό πλήθος. Δυνάμωσε ο παιάν, όταν τα πληρώματα και των άλλων πλοίων έσμιξαν στο τραγούδι, απλώθηκε σαν ένα αόρατο πέπλο πάνω από όλο τον ελληνικό στόλο, καθώς όλοι οι Έλληνες τραγουδούσαν το ίδιο τραγούδι της λευτεριάς, τραγουδούσαν την πίστη τους στην πατρίδα, στους θεούς της Ελλάδας, τραγουδούσαν στην κοινή γλώσσα τους τον κοινό αγώνα, την κοινή ελπίδα”.
Τέλος μιας εποχής, αυγή νέας. Αθλητικοί αγώνες, συνωμοσίες, επαναστάσεις, πολιτικές συγκρούσεις, πόλεμοι, η γέννηση της δημοκρατίας και ο περσικός κίνδυνος που πλησιάζει.
Αθλητές και ποιητές, στρατηγοί και φιλόσοφοι, ήρωες και προδότες, τύραννοι και δημοκράτες, έμποροι και πειρατές, περήφανες ελεύθερες γυναίκες και όμορφες δούλες, Έλληνες και Πέρσες. Ο Νικομήδης, ένας από τους μεγάλους της γενιάς της Αθηναϊκής Δημοκρατίας και των Περσικών Πολέμων, διηγείται τη ζωή του από την Ολυμπιάδα του 524 π.Χ. μέχρι τη Σαλαμίνα και τον αγώνα ενός λαού για ελευθερία και δημοκρατία. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου) - Ελληνική πεζογραφία
Εντολή
Διδώ Σωτηρίου€17.25€15.50Η «Εντολή» της Διδώς Σωτηρίου είναι ένα βιβλίο πολιτικής λογοτεχνίας με καυτά βιώματα. Ζωντανεύει μυθιστορηματικά τις περιπέτειες της μεταπελευθερωτικής Ελλάδας (1944-1952), που δεν έπαψε να ‘χει τη μοίρα του Σίσυφου. Με πλαίσιο το χρονικό της σύλληψης, της δίκης και της εκτέλεσης του Κωστή, ενός παλικαριού που δεν αργούμε να μάθουμε πως είναι ο Νίκος Μπελογιάννης, παρακολουθούμε με σφιγμένη ανάσα να γκρεμίζονται στο χάος οι προσδοκίες, τα όνειρα και οι θυσίες του ελληνικού λαού για να στεριώσει το δρόμο του ο ιμπεριαλισμός στην Ανατολική Μεσόγειο. Εφιαλτικές πλεκτάνες ξένων και εγχώριων μυστικών υπηρεσιών, αντικομμουνιστική υστερία, δίκες, εκτελέσεις, τρόμος με στόχο το διαμελισμό των δημοκρατικών δυνάμεων. Η θυσία του Μπελογιάννη. Η αλήθεια για τον Πλουμπίδη. Τα λάθη της Αριστεράς και του Κέντρου. Ντοκουμέντα γνωστά και ντοκουμέντα που πρώτη φορά βλέπουν το φως της δημοσιότητας. Η «Εντολή» χαρακτηρίστηκε σαν «συνταραχτικό μεγάλο έργο, πολιτικής ευθύνης». «Γραμμένο αντικειμενικά, τεκμηριωμένα και γι’ αυτό πειστικά, με μπρεχτικής μορφής αποστασιοποίηση, είναι τελικά ένας ύμνος στην παλικαριά, στον πατριωτισμό και στην εντιμότητα της περήφανης γενιάς της Αντίστασης που σφαγιάστηκε…»
- Ελληνική πεζογραφία
Βάρδια
Νίκος Καββαδίας€17.00€15.30Ο ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ, (1910-1975), έγινε πολύ νωρίς γνωστός στην Ελλάδα με την πρώτη του ποιητική συλλογή, «Μαραμπο», που εκδόθηκε το 1933 και που για καιρό πλήθος ναυτικοί την ήξεραν απέξω. Διατήρησε σ’ όλη του τη ζωή το παρωνύμιο «Μαραμπού» – το όνομα του κακοσήμαδου και καταραμένου πουλιού που είχε διαλέξει στα είκοσί του χρόνια για να συμβολίσει τον εαυτό του. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο λόγος, για τον οποίο δημοσίευσε τη «Βάρδια», το 1954, προτού σωπάσει για είκοσι χρόνια, ήταν να εξερευνήσει ένα νέο εκφραστικό τρόπο. Ονειρεύτηκε εν συνεχεία -ή καμώθηκε πως ονειρεύτηκε- να γράψει απομνημονεύματα. «Μα θα με σκοτώσουν αν τα διηγηθώ όλα», συνήθιζε να λέει. Στην πραγματικότητα, η ίδια η «Βάρδια» ήταν μυθιστόρημα, ποίημα και αναμνήσεις συγχρόνως. Μέσα στο βιβλίο υπάρχει καταρχάς η ιστορία ενός ταξιδιού. Στη θάλασσα της Κίνας, ένα παμπάλαιο φορτηγό, σαραβαλιασμένο -ένα από κείνα τα σαπιοκάραβα που είχαν ήδη πουληθεί για παλιοσίδερα και που οι έλληνες εφοπλιστές τα πήγαιναν για επιδιόρθωση στο Ρότερνταμ και ύστερα τά ‘βαζαν να γυρίζουν τις θάλασσες για χρόνια ακόμα- έχει βάλει πλώρη για το Σαντούν. Αλλά το ουσιώδες έγκειται στις συνομιλίες. Σ’ αυτές ακριβώς θεμελιώνεται το έργο. Στις ατελείωτες ώρες της βάρδιας, οι ναυτικοί -ο θερμαστής, ο καπετάνιος ή ο ασυρματιστής, όπως ήταν ο συγγραφέας- αναμασούν από κοινού την κατάστασή τους. Τη ζωή τους την αντιλαμβάνονται ως κατάρα, αλλά μια κατάρα που την αποδέχονται και την επιζητούν: δεν υπάρχει γι’ αυτούς χειρότερη δυστυχία από τη ζωή στη στεριά, την αναγκαστική αργία, την αποχώρηση που τους θάβουν ζωντανούς. Υπάρχει μια παράδοξη διαλεκτική αγάπης και μίσους, δυσπιστίας και συνενοχής ανάμεσα σ’ αυτούς τους ναυτικούς και το πλοίο τους: αιχμάλωτοι και ξεριζωμένοι μαζί, απεχθάνονται καθετί που θα μπορούσε να τους ελευθερώσει, να σταματήσει την πορεία τους. Μέσω των συζητήσεών τους εισάγονται στην αφήγηση ανέκδοτα και αναμνήσεις – μια ολόκληρη σειρά από ιστορίες, εκτεταμένες ή σύντομες, κωμικές ή φρικιαστικές, πάντα συναρπαστικές, που συνιστούν ένα δεύτερο πλάνο του έργου. Τις πιο μακριές αφηγήσεις τις κάνει ο ασυρματιστής που εκπροσωπεί σαφώς το συγγραφέα και εξάλλου ονομάζεται Νικόλας, όπως εκείνος. Όταν η αφήγηση περνάει στο πρώτο πρόσωπο, περίπου στη μέση του βιβλίου, το μυθιστόρημα φτάνει στην αρτίωσή του. Με το τέχνασμα αυτό αποκτά, πρώτα πρώτα, μια λυρική διάσταση: ένα πλήθος από ονειροπολήσεις ή φαντασιώσεις εκφράζονται, μέσω αληθινών ποιημάτων, σε πρόζα. Αλλά κυρίως το μυθιστόρημα παίρνει τώρα οριστικά ένα χαρακτήρα εξομολόγησης. Εξάλλου, όλες οι αφηγήσεις των ναυτικών είναι επίσης εξομολογήσεις, που αποσπώνται από χείλη που μοιάζουν να μη θέλουν να τις κάνουν. Οι εξομολογήσεις του ασυρματιστή, που είτε τραβούν σε μάκρος είτε, εντελώς αντίθετα, κομματιάζονται και ολοκληρώνονται στα κλεφτά, με αποσπάσματα στη μέση άλλων αφηγήσεων, κυριαρχούν στο έργο. Ένα αίσθημα ενοχής τεράστιο, εμετικό, αφόρητο αναδίδεται απ’ αυτές: «Ό,τι αγγίζω σαπίζει. Δεν πεθαίνει, σαπίζει». Μέσα σ’ ένα κλίμα συντέλειας του κόσμου, η πατρίδα – Ανατολή δεν επιφυλάσσει στον ταξιδιώτη παρά το θέαμα της ερήμωσης, της πορνείας, της σύφιλης και του θανάτου – καθρέφτη αψευδούς της σήψης του παρελθόντος που έχει μόλις βγει στην επιφάνεια, ακολουθώντας το νήμα των αναμνήσεων. Σ’ αυτό τον τόπο καταγωγής δεν μπορούν καν ν’ αράξουν. Ο αιώνιος πλάνης δεν έχει το δικαίωμα της επιστροφής. Περιπέτεια ξεχωριστή, εξωτική, φαντασμαγορία με χίλια χρώματα, πότε ποιητική, πότε άσεμνη, πότε παραληρηματική. Μα σίγουρα κι ακόμα πιο πολύ, εικόνα πιθανή, εικόνα πολύ αληθοφανής της άχαρης μοίρας μας.
- Ελληνική πεζογραφία
Στη φωλιά του ιππόκαμπου
Ευτυχία Γιαννακάκη€16.60€15.00Μια μαχόμενη δημοσιογράφος εντοπίζεται νεκρή στην πισίνα ενός ρετιρέ στο Κολωνάκι, στο διαμέρισμα του πρώην συζύγου της, διακεκριμένου ζωγράφου, που παραμένει εξαφανισμένος. Στο στήθος της έχει ένα τατουάζ με έναν τεράστιο ιππόκαμπο. Τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και η κοινή γνώμη αναστατώνονται, με τα πιθανά σενάρια της δολοφονίας να μένουν ανοιχτά μέχρι το τέλος.
Το κουβάρι αυτής της υπόθεσης, που ξεδιπλώνεται μεταξύ Ύδρας και Αθήνας, εμπλέκει τον αστυνόμο Χάρη Κόκκινο και την ομάδα του σε μια υπόθεση που τους φέρνει αντιμέτωπους με φαινόμενα ενδοοικογενειακής βίας, κυκλώματα τέχνης, τα όρια της δημιουργίας και τα κλειστά στόματα της μικρής κοινωνίας που μπορεί να βρίσκεται σε ένα νησί ή στην καρδιά μιας μεγαλούπολης.
Αυτό το βιβλίο αποτελεί το δεύτερο μέρος της “Τριλογίας του βυθού”, ενός εύπλαστου σύμπαντος, ενός βυθού που καταπίνει τα πάντα εκτός από τις ιστορίες μας, αληθινές μέσα στο ψέμα τους και ψεύτικες μέσα στην αλήθεια τους, νομίζοντας ότι έχουμε αντιληφθεί πώς παίζεται το παιχνίδι και διαπιστώνοντας κάθε φορά ότι δεν ήταν μόνο αυτό, ότι στη φωλιά του ιππόκαμπου κανείς μας δεν είναι αθώος. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)“Αυτή θα ήταν μια καλή υπόθεση για ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, αν δεν είχα λάβει ένα μέιλ από το θύμα την παραμονή της δολοφονίας του και αν δεν γνώριζα ότι οι ιππόκαμποι κολυμπούν κόντρα στο ρεύμα μέχρι να σπάσει η καρδιά τους”.