Φορτουνάτος
€25.00
Η κωμωδία Φορτουνάτος γράφτηκε στον υπό πολιορκία Χάνδακα, διότι ο ποιητής αναφέρεται σε δρόμους, συνοικίες και εκκλησίες της πόλης και το 1655 από τον Μάρκο-Αντώνιο Φώσκολο. Για τον Εμμανουήλ Κριαρά η συγγραφή της πρέπει να τοποθετηθεί πριν το 1669 και τουλάχιστον ως το 1669 αφού τα φύλλα πάνω στα οποία έχει γραφτεί είναι επιστολές του Φώσκολου προς τον ανιψιό του Μιχαήλ χρονολογημένες από το 1666-1669.Πρόκειται για την πιο οργανωμένη δραματουργικά κρητική κωμωδία και με ηθικοδιδακτικά στοιχεία.
Ο μισέρ Γιαννούτσος βρήκε σε ένα καράβι κουρσάρικο και υιοθετεί τον μικρό Φορτουνάτο. Νεαρός πια ο Φορτουνάτος ερωτεύεται την Πετρονέλλα, κόρη της χήρας Μηλιάς, η οποία όμως θέλει να την παντρέψει με τον πλούσιο γέρο Λούρο, από το Ληξούρι. Ταυτόχρονα ο Γιαννούτσος ψάχνει να παντρέψει τον θετό γιο του και ζητά τη βοήθεια ενός φίλου του κι αυτός τη βοήθεια μιας προξενήτρας. Αυτή μαθαίνει πως ο γιατρός Λόυρος είχε έναν μικρό γιο που τον τον είχαν αρπάξει οι πειρατές πριν δεκαέξι χρόνια. Αποκαλύπτεται πως το παιδί αυτό είναι ο Φορτουνάτος. Τελικά οι δύο νέοι παντρεύονται.
επιμέλλεια κειμένου: Στέφανος Ξανθουδίδης
Κατάσταση : μέτρια.Το εξωφυλλο φθαρμένο.το κείμενο σε καλή κατάσταση
Ελευθερουδάκης 1922
Διαθεσιμότητα: Out Of Stock
Σχετικά προϊόντα
- Ελληνική πεζογραφία
Παντέρμη Κρήτη
Παντελής ΠρεβελάκηςΧρονικό του σηκωμού του '66€17.76€16.00Οι τάφοι από το σηκωμό του 66 παίρνανε πια να χλοΐζουνε. Τα κούτσουρα στα λιόφυτα και στ’ αμπέλια πετούσανε βλαστάρια και φύλλα. Στα χορταριασμένα χαλάσματα, οι χελιδόνες κουβαλούσανε τα φρύγανα και τη λάσπη να χτίσουνε καινούριες φωλιές. Τα γυναικόπαιδα της Κρήτης γυρίζανε καραβιές-καραβιές από τη λεύτερην Ελλάδα να ξαναρίξουνε ρίζα στο χώμα που τα γέννησε. Τρεις κάπου χρόνους, είχανε πορευτεί με το ζητιανοκόματο της προσφυγιάς είχανε στραγγισμένα τα μάτια τους να κλαίνε τους άντρες που σφαγιάζουνταν στο νησί είχανε πάνω τους σηκωμένα όσα ο άνθρωπος μπορεί να βαστάξει. Με το γονάτισμα του Σηκωμού, δένανε κόμπο την καρδιά τους και κινούσανε να ξαναμπούνε στη σκλαβιά – φτάνει να ματαδούνε τα μέρη τους και να θυμιάσουνε το χώμα όπου λιώναν οι άντρες κ’ οι πατεράδες τους. Παντέρμη Κρήτη! Έτσι είχανε πράξει -γενεές γενεών πρωτήτερα- κ’ οι γονέοι τους ύστερα από τον κάθε Σηκωμό. - ΚΡΗΤΙΚΑ
Ελληνο-Κρητικό Λεξικό
Γιάννης Κριτσωτάκης" ελληνικές λέξεις στην κρητική διάλεκτο"€15.00έκδοση: ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΜΑΡΩΝΙΑΣ Ο “ΠΑΝΤΕΛΗΣ”
2016
- Ιστορία
Εξόριστοι στο «νησί του θανάτου». Μαρτυρίες, ντοκουμέντα και δημοσιεύματα για τις εκτοπίσεις αγωνιστών στη Γαύδο
Δαμασκηνός, Δημήτρης€21.50€19.40Καταμεσής στο Λιβυκό πέλαγος με τ’ αφρισμένα πάντα νερά, άγρια, μανιασμένα, απύθμενα. Εκατόν εβδομήντα πέντε μίλια μακριά απ’ τον Πειραιά. Κοντά, πολύ κοντά στα παράλια της Αφρικής. Θαρρείς και σε λίγο θα ξεπροβάλει μπροστά σου, πέρα εκεί στην καμπύλη του ομιχλώδικου ορίζοντα, η Αλεξάνδρεια. Κάμποσες ώρες μακριά απ’ αυτή. Εκατόν σαράντα με σαρανταπέντε μίλια. Λίγα σπίτια. Μοιάζουν μ’ αχούρια. Άνθρωποι και ζώα κοιμούνται μαζί. Φτωχοί νησιώτες, άμαθοι και άβγαλτοι παραδομένοι στην ποικιλότροπη εκμετάλλευση. Λίγη βλάστηση, λίγες δεκάδες κάτοικοι. Απέναντι, βορεινά, τα κακοτράχαλα Σφακιά, η Κρήτη, κ’ ύστερα τίποτα. Το μάτι σου κουράζεται ν’ απλώνεται στην απέραντη θάλασσα.
Να, η Γαύδος! Μούρχονται στο νου τα άλλα νησιά της εξορίας. Όσα έχω ακούσει, κι όσα είδα, γεύτηκα ο ίδιος την πίκρα τους. Τα κυριότερα ας πάρουμε. Ανάφη, Φολέγανδρος, Άη Στράτης, Σίκινος, Νηός, Σίφνος, Αμοργός. Αδίσταχτα μπορώ να ειπώ, ούτε κατά φαντασία δεν μπορούν να συγκριθούν στη φρίκη με τούτο εδώ το ποντικόνησο.
Να, μια εικόνα της φρίκης. Ο άγριος χαμός, ο θάνατος του Καραντεμίρη. Πως πέθανε; Μήτε και μείς καλά-καλά το καταλάβαμε, δεν πιστέψαμε, ήταν τόσο γερός. Ο πιο γερός απ’ όλους. Αγρότης απ’ την Αγιάσο της Μυτιλήνης. Κι όμως. Εκεί κάτω πας γερός, βράχος στο σώμα σαν τον Καραντεμίρη και φεύγεις τσακισμένος, καμπουριασμένος απ’ τους ελώδεις. Δεν έχεις γλυτωμό εκεί κάτω. Αλλού ναι, εκεί κάτω όχι. - Ελληνική πεζογραφία
Η πρώτη λευτεριά
Παντελής ΠρεβελάκηςΟ Κρητικός, βιβλίο δεύτερο€14.71€13.30“ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ”:
Ο Άι Λιάς είναι ο άγιος ο νεφοκράτης. Αυτός φουσατεύει τα τάγματα τα σύννεφα, αυτός τα κυβερνά που θαμολήσουν τα νερά τους. Οι βροχάδες που θα μαλακώσουν τη γης για το γυνί, και που θα φουσκώσουν το σπόρο μες στο αυλάκι, και θα πρασινίσουν το χωράφι, είναι στον ορισμό του αγίου. Οι καιροί είναι οι καπετάνιοι του. Ο Βοριάς κι ο Νοτιάς, ο Λεβάντης κι ο Γαρμπής, ο Σιρόκος… Ο Βοριάς είναι που κάνει τους βαριούς χειμώνες, τις βροχάδες, τα χιόνια και το κρύο.
Ο Λεβάντης χύνει τάγρια νερά, νερά με το βουβαλοτούλουμο. Ο Σιρόκος, και κείνος νεροφόρος. Αργεί να βρέξει, μα όταν το γυρίσει, κάνει σύγκλυση και θεοποντή. Ο Νοτιάς φυσάει, ξεραίνει την πλάση χωράφια, αμπέλια, κηποπέρβολα. Μα όταν νοτά και βρέχει, χαρά στον κόσμο! Γιατί είναι όλο γλύκα, σαν κατασταθεί βροχάρης, το νερό του ζεστό, και μεγαλώνει τα σπαρτά. Αρχές του Μάρτη, στα στερνοχείμωνα, ο Νοτιάς παρακινάει τα κλαδιά να ροδαμίσουν, να βοσκηθούνε τα ζωντανά. Στην καρδιά του χειμώνα, πολεμάει το Βοριά το λύκο, λιώνει τα χιόνια, ζεστοκοπάει τον κόσμο. Βολές – βολές, ξεγελάει τα δέντρα να σκάσουνε τους κόμπους, η γης πετάει το γρασιδάκι, ανθίζουν οι λεμονιές. Ο Γαρμπής είναι ο καιρός ο κρύος. Νερό και χιόνι απόλιγο, μα περίσσιος ψόφος…