Flora Mirabilis
€12.72 €11.50
Στ’ Ανώγεια, στους γάμους πηγαίνουν κανίσκι. Βάζουνε τα τρόφιμα σε μια σακούλα, τη σηκώνουνε στους ώμους και πάνε.
Παντρευόταν κάποιος που είχε γυρέψει τη Φράγκα, αλλ΄εκείνη ήταν δύσκολη και δεν ήθελε να παντρευτεί. Το κανίσκι έπρεπε να το πάει αυτή, που ήταν η πο μεγάλη, αλλά ήταν μαλωμένη με τον πατέρα της, είχε πεισμώσει και δεν ήθελε να πάει.
Λέει της Αλεξάντρας ο πατέρας της: “Πήγαινε να πεις της Φράγκας να σηκωθεί να πάρει το κανίσκι και να το πάει”. Της το λέει η Αλεξάντρα, αλλά εκείνη ήταν αμετάπειστη. “Πάρε το να το πας εσύ”, της λέει της Αλεξάντρας ο πατέρας της. Εκείνη ντύνεται, παίρνει το κανίσκι και το πάει. Όμως αισθανόταν άσχημα που το πήγαινει αυτή, η μικρότερη.
Σχετικά προϊόντα
- Ελληνική πεζογραφία
Σκαλαθύρματα
Εμμανουήλ Ροΐδης€18.00€16.20Ο τόμος αυτός παρουσιάζει μια ιδιοτυπία, η οποία πρέπει να ερμηνευθεί. Καταρχήν δεν αντίκειται στις βασικές αρχές της ΝΕΒ, η οποία έχει καθιερώσει ακέραιη παρουσίαση των κειμένων. Βέβαια, έγιναν κατά το παρελθόν μικροπαραβάσεις του κανόνα, αλλά πάντοτε δικαιολογήθηκαν από τα πράγματα. Στην προκειμένη περίπτωση του Ροΐδη, όπου εύκολα το έργο του ομαδοποιείται, η παράβαση της βασικής αρχής μοιάζει εξόφθαλμη, με τον επιλεκτικό χαρακτήρα που έχει ο τόμος.
- Ελληνική πεζογραφία
Κατεδαφιζόμεθα
Διδώ Σωτηρίου€17.50€15.70Ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος «Κατεδαφιζόμεθα» είναι ένας νέος με πνευματικές ανησυχίες, όνειρα και φιλοδοξίες που δε βρίσκουν έδαφος για ανθοφορία μέσα στο ψυχροπολεμικό κλίμα της δεκαετίας του ’50 κι έπειτα. Δύσπιστος και σκωπτικός, παλεύει μέσα και έξω από το περιβάλλον του, ανάμεσα στις συμπληγάδες μιας δοσίλογης, ξενόδουλης δεξιάς και μιας βαριά τρυματισμένης, μα πάντα δυναμικής αριστεράς. Αναζητάει με πάθος τον εαυτό του και το στίγμα της εποχής του. Οργίζεται αμφισβητεί, παραπαίει, αρνείται να ξοδέψει τον ενθουσιασμό του για ότι θεωρεί ξεπερασμένο και αποτυχημένο. Μα προσέξτε τον, δεν είναι πάντα αυτό που θέλει να λέει…
Η πένα της Διδώς Σωτηρίου μας φέρνει κοντά στους προβληματισμούς και στις τραυματικές εμπειρίες της γενιάς της κατοχής και της γενιάς του εμφυλίου, για να μας ζεστάνει τελικά με τη θέρμη της ανθρωπιάς και της ελπίδας…
- Ελληνική πεζογραφία
Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη
Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος€10.00€9.00ΜΕ ΤΑ ΜΙΚΡΑ ΤΟΥ ΑΦΗΓΗΜΑΤΑ, ο συγγραφέας τείνει να αναπλάσει έναν κόσμο οριστικά χαμένο και γι᾽ αυτό ίσως βαθιά νοσταλγημένο. Είναι ο κόσμος της εφηβείας του, με τους τοπικούς και χρονικούς προσδιορισμούς του, που του προσδίδουν το ιδιάζον χρώμα του. Η μικρή επαρχιακή γενέτειρα, με τους μυροβόλους κήπους της και τους συγκινητικά γλαφυρούς χαρακτήρες της, στα χρόνια του πολέμου και της Κατοχής, ή λίγο πριν λίγο μετά. Όταν, με δυο λόγια, ο συγγραφέας, γεννημένος στον Πύργο της Ηλείας το 1930, ήταν παιδί, έφηβος, νέος. Ο συγγραφέας δεν κάνει τίποτε για να αποκρύψει το αυτοβιογραφικό στοιχείο των ιστοριών του – για να παραπλανήσει, ενδεχομένως, τον αναγνώστη του εις ό,τι αφορά στο επινοημένο. […] Το συγγραφικό εγώ, χωρίς να παρεμβαίνει ανοιχτά μέσα στη διήγηση, μεταγγίζει στη ματιά του αφηγητή τη δική του πείρα ζωής, ακόμη και τη φθορά του. Και από αυτή τη δυσδιάκριτη σύγκλιση των οπτικών γωνιών, κατά τη γνώμη μου, προκύπτει ο χαρακτηριστικός τόνος των διηγήσεων του Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλου, ένα κράμα τρυφερότητας και ειρωνείας, δραματικότητας και χιούμορ, εξωραϊστικού λυρισμού και διακριτικά κριτικής στάσης […].
ΣΠΥΡΟΣ ΤΣΑΚΝΙΑΣ
- Ελληνική πεζογραφία
Βάρδια
Νίκος Καββαδίας€17.00€15.30Ο ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ, (1910-1975), έγινε πολύ νωρίς γνωστός στην Ελλάδα με την πρώτη του ποιητική συλλογή, «Μαραμπο», που εκδόθηκε το 1933 και που για καιρό πλήθος ναυτικοί την ήξεραν απέξω. Διατήρησε σ’ όλη του τη ζωή το παρωνύμιο «Μαραμπού» – το όνομα του κακοσήμαδου και καταραμένου πουλιού που είχε διαλέξει στα είκοσί του χρόνια για να συμβολίσει τον εαυτό του. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο λόγος, για τον οποίο δημοσίευσε τη «Βάρδια», το 1954, προτού σωπάσει για είκοσι χρόνια, ήταν να εξερευνήσει ένα νέο εκφραστικό τρόπο. Ονειρεύτηκε εν συνεχεία -ή καμώθηκε πως ονειρεύτηκε- να γράψει απομνημονεύματα. «Μα θα με σκοτώσουν αν τα διηγηθώ όλα», συνήθιζε να λέει. Στην πραγματικότητα, η ίδια η «Βάρδια» ήταν μυθιστόρημα, ποίημα και αναμνήσεις συγχρόνως. Μέσα στο βιβλίο υπάρχει καταρχάς η ιστορία ενός ταξιδιού. Στη θάλασσα της Κίνας, ένα παμπάλαιο φορτηγό, σαραβαλιασμένο -ένα από κείνα τα σαπιοκάραβα που είχαν ήδη πουληθεί για παλιοσίδερα και που οι έλληνες εφοπλιστές τα πήγαιναν για επιδιόρθωση στο Ρότερνταμ και ύστερα τά ‘βαζαν να γυρίζουν τις θάλασσες για χρόνια ακόμα- έχει βάλει πλώρη για το Σαντούν. Αλλά το ουσιώδες έγκειται στις συνομιλίες. Σ’ αυτές ακριβώς θεμελιώνεται το έργο. Στις ατελείωτες ώρες της βάρδιας, οι ναυτικοί -ο θερμαστής, ο καπετάνιος ή ο ασυρματιστής, όπως ήταν ο συγγραφέας- αναμασούν από κοινού την κατάστασή τους. Τη ζωή τους την αντιλαμβάνονται ως κατάρα, αλλά μια κατάρα που την αποδέχονται και την επιζητούν: δεν υπάρχει γι’ αυτούς χειρότερη δυστυχία από τη ζωή στη στεριά, την αναγκαστική αργία, την αποχώρηση που τους θάβουν ζωντανούς. Υπάρχει μια παράδοξη διαλεκτική αγάπης και μίσους, δυσπιστίας και συνενοχής ανάμεσα σ’ αυτούς τους ναυτικούς και το πλοίο τους: αιχμάλωτοι και ξεριζωμένοι μαζί, απεχθάνονται καθετί που θα μπορούσε να τους ελευθερώσει, να σταματήσει την πορεία τους. Μέσω των συζητήσεών τους εισάγονται στην αφήγηση ανέκδοτα και αναμνήσεις – μια ολόκληρη σειρά από ιστορίες, εκτεταμένες ή σύντομες, κωμικές ή φρικιαστικές, πάντα συναρπαστικές, που συνιστούν ένα δεύτερο πλάνο του έργου. Τις πιο μακριές αφηγήσεις τις κάνει ο ασυρματιστής που εκπροσωπεί σαφώς το συγγραφέα και εξάλλου ονομάζεται Νικόλας, όπως εκείνος. Όταν η αφήγηση περνάει στο πρώτο πρόσωπο, περίπου στη μέση του βιβλίου, το μυθιστόρημα φτάνει στην αρτίωσή του. Με το τέχνασμα αυτό αποκτά, πρώτα πρώτα, μια λυρική διάσταση: ένα πλήθος από ονειροπολήσεις ή φαντασιώσεις εκφράζονται, μέσω αληθινών ποιημάτων, σε πρόζα. Αλλά κυρίως το μυθιστόρημα παίρνει τώρα οριστικά ένα χαρακτήρα εξομολόγησης. Εξάλλου, όλες οι αφηγήσεις των ναυτικών είναι επίσης εξομολογήσεις, που αποσπώνται από χείλη που μοιάζουν να μη θέλουν να τις κάνουν. Οι εξομολογήσεις του ασυρματιστή, που είτε τραβούν σε μάκρος είτε, εντελώς αντίθετα, κομματιάζονται και ολοκληρώνονται στα κλεφτά, με αποσπάσματα στη μέση άλλων αφηγήσεων, κυριαρχούν στο έργο. Ένα αίσθημα ενοχής τεράστιο, εμετικό, αφόρητο αναδίδεται απ’ αυτές: «Ό,τι αγγίζω σαπίζει. Δεν πεθαίνει, σαπίζει». Μέσα σ’ ένα κλίμα συντέλειας του κόσμου, η πατρίδα – Ανατολή δεν επιφυλάσσει στον ταξιδιώτη παρά το θέαμα της ερήμωσης, της πορνείας, της σύφιλης και του θανάτου – καθρέφτη αψευδούς της σήψης του παρελθόντος που έχει μόλις βγει στην επιφάνεια, ακολουθώντας το νήμα των αναμνήσεων. Σ’ αυτό τον τόπο καταγωγής δεν μπορούν καν ν’ αράξουν. Ο αιώνιος πλάνης δεν έχει το δικαίωμα της επιστροφής. Περιπέτεια ξεχωριστή, εξωτική, φαντασμαγορία με χίλια χρώματα, πότε ποιητική, πότε άσεμνη, πότε παραληρηματική. Μα σίγουρα κι ακόμα πιο πολύ, εικόνα πιθανή, εικόνα πολύ αληθοφανής της άχαρης μοίρας μας.