Ετσι μίλησε ο Ζαρατούστρα
€21.20 €19.00
Το «Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα» είναι ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα αλλά και ποικιλοτρόπως ερμηνευμένα βιβλία , πράγμα που οφείλεται εν μέρει στην ποιητική και συχνά αινιγματική μορφή του. Γι αυτό το λόγο κρίθηκε σκόπιμο να προστεθεί στην παρούσα ελληνική μετάφραση ένας επίλογος που, παρά τον σχηματικό χαρακτήρα του, μπορεί να προσφέρει στον αναγνώστη ένα νήμα για μια πρώτη, αλλά όχι επιφανειακή, προσέγγιση ενός έργου που ανήκει σ εκείνα που σφράγισαν βαθιά τη δυτική σκέψη.
Σχετικά προϊόντα
- Σύγχρονη Φιλοσοφία
Το ανοιχτό
Agamben GiorgioΟ άνθρωπος και το ζώο€13.00€11.50Ποιο θα είναι το πρόσωπο του μεταϊστορικού ανθρώπου; Στο τέλος της ιστορίας θα ξαναβρούμε το ζώο, όπως παρουσιάζουν οι τελευταίοι διαλεκτικοί και ο αρχαίος μεσσιανισμός; Ανθρωπόμορφη ζωότητα και θηριόμορφη ανθρωπινότητα θα αποτελέσουν τον κινητό μεταϊστορικό ορίζοντά μας; Ο Τζιόρτζιο Αγκάμπεν, συνομιλώντας με την ποίηση του Ράινερ Μαρία Ρίλκε και τον φιλοσοφικό στοχασμό του Μάρτιν Χάιντεγκερ και εκκινώντας από τις φιλοσοφίες της σύζευξης ανθρώπου-ζώου, ερευνά το «πρακτικό και πολιτικό μυστήριο» της διάζευξης του ανθρώπινου από το ζωικό. Για τον Ιταλό φιλόσοφο, «η αποφασιστική πολιτική σύγκρουση, η οποία διέπει κάθε άλλη σύγκρουση είναι, στον πολιτισμό μας, εκείνη μεταξύ της ζωότητας και της ανθρωπινότητας» και επομένως «να εργαστούμε πάνω σε αυτές τις διαιρέσεις, να αναρωτηθούμε με ποιον τρόπο -στον άνθρωπο- ο άνθρωπος χωρίστηκε από τον μη-άνθρωπο και το ζωικό από το ανθρώπινο, είναι ζήτημα περισσότερο επιτακτικό και επείγον από το να τοποθετηθούμε σχετικά με τα μεγάλα ζητήματα, τις λεγόμενες ανθρώπινες αξίες και ό,τι αποκαλούμε ανθρώπινα δικαιώματα». Εμβαθύνει έτσι από μια άλλη οπτική στην έννοια της ζωής και εξετάζει το κριτικό κατώφλι που παράγει το ανθρώπινο, την ανθρωπολογική μηχανή που αποφασίζει και ανασυνθέτει κάθε φορά τη σύγκρουση μεταξύ του ανθρώπου και του ζώου. (Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
- Σύγχρονη Φιλοσοφία
Αισθητικότητα και νους
Helmuth PlessnerΣυμβολή στη φιλοσοφία της μουσικής€12.00€10.80Στις ιδιωτικές του συζητήσεις ο Χέλμουτ Πλέσνερ συνήθιζε να χαρακτηρίζει τη μουσική ως summum humanum, ανθρώπινη κορύφωση, αναγνωρίζοντας τη θεμελιώδη σημασία της τέχνης αυτής για τη φιλοσοφική ανθρωπολογία και βλέποντας σε αυτήν το κλειδί για την επίλυση αισθητικών και φιλοσοφικών προβλημάτων.
Στην αμιγώς ενόργανη, «καθαρή» μουσική, όπως την αποκαλεί, σε μια μουσική που μπορεί να σταθεί ως τέχνη χωρίς εικόνες και λέξεις, τον ελκύει εκείνη η μοναδική συγχώνευση νοήματος και ήχου, νου και αισθητικότητας, που δείχνει να διαψεύδει τον καρτεσιανό δυισμό στην πράξη. Το να συμβαίνει όμως κάτι τέτοιο στην επικράτεια μιας αίσθησης, της ακοής, ωθεί τον Πλέσνερ στην αναζήτηση κάτι αντίστοιχου και στην επικράτεια της όρασης. Ανακαλύπτοντάς το στην ευκλείδεια γεωμετρία, στις έμπλεες νοήματος κατασκευές της οποίας συντελείται η ίδια συγχώνευση νου και αισθητικότητας, ο Πλέσνερ είναι βέβαιος πως μεταξύ νου, αισθητικότητας και σωματικής κίνησης –γιατί τέτοιες είναι η μουσική και η ένσκοπη πράξη με τη λανθάνουσα γεωμετρία της– υπάρχουν δομικές αντιστοιχίες τις οποίες η φιλοσοφία δεν μπορεί να αγνοεί.
- Σύγχρονη Φιλοσοφία
Το Πάθος για την αλήθεια
Friedrich Nietzsche€7.00€6.30Να κ’ η περίπτωση του Ηράκλειτου, που αποτραβήχτηκε στις ελεύθερες εκτάσεις και στα περιστύλια του τεράστιου ναού της Αρτέμιδας: τούτη η “έρημος” ήταν, οπωσδήποτε, πιο άξια – τ’ ομολογώ! Γιατί να μην υπάρχουν και για μας τέτοιοι ναοί; (Χμ, ίσως και να υπάρχουν. Να, μου έρχεται τώρα δα στο νου τ’ ωραιότερο δωμάτιο εργασίας που είχα ποτέ, στην Piazza di San Marco, άνοιξη, δέκα με δώδεκα το πρωί) Ωστόσο, κι ο Ηράκλειτος απέφευγε αυτό που κ’ εμείς αποφεύγουμε σήμερα: το θόρυβο και τη φλυαρία των Εφεσίων, τη δημοκρατία τους, τις πολιτικές αθλιότητες τους, τα νεώτερα κατορθώματα της “αυτοκρατορίας” (της περσικής – με εννοείτε), όλη τη βρομερή πραμάτεια του “σήμερα”, γιατί εμείς οι φιλόσοφοι χρειαζόμαστε πάνω απ’ όλα μια συγκεκριμένη ησυχία: χρειαζόμαστε ανάπαυση απ’ το “σήμερα”.
- Παλαιά-Μεταχειρισμένα
Ρολάν Μπαρτ απο τον Ρ. Μπ.
Roland Barthes€10.00έκδοση του 1977
Να, για ν’ αρχίσουμε, μερικές εικόνες: είναι το μερίδιο της τέρψης που ο συγγραφέας προσφέρει στον εαυτό του τελειώνοντας το βιβλίο του. Πρόκειται για μια τέρψη γοητείας (και κατά συνέπεια αρκετά εγωιστική). Έχω κρατήσει μόνο τις εικόνες που με συγκλονίζουν, χωρίς να ξέρω το γιατί (η άγνοια αυτή είναι χαρακτηριστικό της γοητείας, κι ό,τι πω για κάθε εικόνα δεν θα είναι παρά φανταστικό).
Ωστόσο, θα πρέπει να το παραδεχτώ, μόνον οι εικόνες της νιότης μου με γοητεύουν. Η νιότη μου δεν ήταν δυστυχισμένη, κι αυτό χάρη στη στοργή που με περιέβαλλε. Ήταν όμως αρκετά άχαρη, εξαιτίας της μοναξιάς και της υλικής σφίξης. Δεν είναι λοιπόν η νοσταλγία κάποιας ευτυχισμένης εποχής που με κάνει να στέκομαι μαγεμένος μπροστά σ’ αυτές τις φωτογραφίες, αλλά κάτι πιο συγκεχυμένο.
Όταν ο ρεμβασμός (η έκπληξη) συνθέτει την εικόνα σαν κάτι το ξεχωριστό, όταν τη μετατρέπει σε αντικείμενο μιας άμεσης απόλαυσης, δεν έχει πια καμιά σχέση με τη σκέψη -ακόμα κι αν αυτή είναι ονειροπόλα- μιας ταυτότητας. Ταράζεται και μαγεύεται από ένα όραμα που δεν είναι καθόλου μορφολογικό (δεν μοιάζω ποτέ με τον εαυτό μου), αλλά μάλλον οργανικό. Καθώς περικλείνει όλο το γονεϊκό πεδίο, η εναλλαγή των εικόνων δρα σαν ένα μέντιουμ και με βάζει σ’ επαφή με το «Εκείνο» του σώματός μου. Γεννά μέσα μου κάτι σαν χαύνο όνειρο, που οι ενότητές του είναι δόντια, μαλλιά, μύτη, λιγνάδα, γάμπες με κάλτσες μακριές, που δεν είναι δικές μου, χωρίς όμως και να ανήκουν σε κανέναν άλλον εκτός από μένα: να με λοιπόν σε κατάσταση ανησυχητικής οικειότητας: βλέπω τη ρωγμή του υποκειμένου (εκείνο ακριβώς για το οποίο το ίδιο το υποκείμενο δεν μπορεί να πει τίποτε). Έτσι η φωτογραφία της νιότης είναι συγχρόνως πολύ αδιάκριτη (είναι το μέσα σώμα μου που παραδίδεται για ανάγνωση) και πολύ διακριτική (δεν μιλάει για «μένα»).
Δεν πρόκειται, επομένως, να βρούμε εδώ παρά μόνο τις εικονίσεις μιας προϊστορίας του σώματος -ανακατεμένες με το οικογενειακό μυθιστόρημα- του σώματος αυτού που πορεύεται προς την εργασία, την απόλαυση της γραφής.