Αμνός
€12.00 €10.80
Το ποίημα είναι ικρίωμα.
Ο δήμιος περιμένει τον ποιητή.
Ο ποιητής περιμένει τον δήμιο.
Τα ποιήματα δεν γράφονται στη γλώσσα σου
γράφονται στη γλώσσα τους.
Το ποίημα είναι μια μοτοσικλέτα
που έρχεται διαρκώς από τον Πύργο.
Η ποίηση δεν αφήνει πίσω της αιχμαλώτους.
Δεν θα σε βρούνε·
τα ποιήματα κατέφαγαν τα ίχνη σου.
Διαθεσιμότητα: 2 σε απόθεμα
Σχετικά προϊόντα
- Ελληνική
Με τον ήλιο γείτονα
Νίκος ΓκάτσοςΤραγούδια του Νίκου Γκάτσου φωτισμένα από τον ήλιο του δημοτικού τραγουδιού και σε διάλογο μαζί του€12.20€11.00Αγαπητέ αναγνώστη, το βιβλίο που κρατάς στα χέρια σου –και που ξεφυλλίζοντάς το ίσως σε παρακινήσει να σιγοτραγουδήσεις– περιλαμβάνει στίχους του Νίκου Γκάτσου, οι οποίοι θεματικά και υφολογικά «συνάδουν» με δημώδη άσματα και συνδιαλέγονται μαζί τους. Πρόκειται για στίχους τραγουδιών πασίγνωστων όπως το «Μίλησέ μου» και η «Μπουρνοβαλιά», εμβληματικών όπως ο «Τσάμικος» και το «Στου Διγενή τα κάστρα», θρυλικών όπως σχεδόν όλα του κύκλου Δροσουλίτες ή μη μελοποιημένων όπως ο «Μανιάτικος εσπερινός», οι οποίοι, αποσπασμένοι από τον συγκεντρωτικό τόμο Όλα τα τραγούδια, παρουσιάζονται εδώ με πλούσιο σχολιασμό και αντικριστά με τα δημοτικά τραγούδια αναφοράς.
«Μαύρο μου χελιδόνι, κι απέ την Αραπιά,
άσπρο μου περιστέρι, που πας στον τόπο μου,
χαμήλωσε λιγάκι να γράψω μια γραφή
να στείλω της καλής μου να μη με καρτερεί»
λέει το τραγούδι της ξενιτιάς από τη Βιθυνία.
«Άσπρο περιστέρι
μες στη συννεφιά
μου ’δωσες το χέρι
να ’χω συντροφιά.
Άσπρο περιστέρι
μαύρο μου φτερό
κάθε καλοκαίρι
θα σε καρτερώ»
λένε οι στίχοι του Γκάτσου και μας προτρέπουν να αναζητήσουμε σε κάθε κείμενο τη συγκίνηση που το γέννησε. - Ελληνική
Τα ποιήματα Β΄
Νίκος Καρούζος(1979-1991)€22.10€19.90Ο βαθύτερος άνθρωπος αποστρέφεται τον ήλιο
– το θλιβερό αεροπλάνο του φωτός – και εισέρχεται
στην κοίμηση του κατασκότεινου ουρανού
μ’ ένα βουνό λουλούδια στο στήθος του:
τις ένδον εξελίξεις. - Ελληνική
Μέσα σε ήλιους και φεγγάρια
Μπουρναζάκης Κώστας€10.00€9.00Κατάµεστος ανένδοτα τζιτζίκια
και γύρω χρυσογάλανη ερηµιά·
τρελά πετροχελίδονα
θερίζουν ασταµάτητα
τις ξένοιαστες φωνές της γης·
για τους ξυπόλητους κορµούς
λαµπάδιασµα ολότρεµο, βαθύ, ξεθεωµένο —
πηγαίνω τώρα πιο κοντά και μένω.
Προσάναµµα µια λέξη που δε λέγεται —
µα όχι ρέµβη, όχι δίψα, σπίθα, ή μετέωρο·
κάτι απροσµέτρητο υπάρχει
όλβιο, ανεξάντλητο κι ατρόµητο
ή κι οργωµένο απ’ τον ήλιο της καρδιάς,
ηχώ ανεξιχνίαστη, σε κάθε λίκνο χαρισµένη,
και φέρνει διάφανο το θάµβος µέσα µου
σε τούτο τον κατάφωτο πευκώνα
που ξέρω πως δεν έχει τέλος.